Thursday, June 6, 2019

Το Μυστήριο του Μπλε Λωτού [ Μέρος 2 ]

Στο πρώτο μέρος, ακόμα κι αν δεν είχα ξεπεράσει το όριο των εξακοσίων λέξεων, θα είχα κοπεί πάραυτα διότι κι επειδή, ήδη απ' τον πρόλογο, είμαι 180° εκτός θέματος. Για την ακρίβεια, όλη η ανάρτηση ξεκίνησε ως ένας τεράστιος πρόλογος σ' ένα μυστήριο δίχως μεγάλη σημασία, που ακόμα περιμένουμε να μάθουμε. Κι όμως ετούτο το ασήμαντο μυστήριο στάθηκε η αφορμή να διαβάσουμε και ν' ασχοληθούμε με τόσα ενδιαφέροντα πράματα, που τελικά είναι ν' απορεί κανείς αν υπάρχουν στ' αλήθεια ασήμαντα ζητήματα. Το μυστήριο, ωστόσο, που προοικονομεί ο τίτλος ειν' άλλο παντελώς, απ' τα μυστήρια που θίξαμε προηγούμενως. Διαβάζοντας κανείς το Μπλε Λωτό, φτάνει κάποτε αισίως στη σελίδα 33, όπου ο μικρός ρεπόρτερ έχει βρει καταφύγιο σ' έναν κινηματογράφο και χαζεύει επικαιρότητα. Γιατί τον καιρόν εκείνο που δεν είχε κι η κουτσή Μαρία τηλεόραση - ή κινητό σχεδόν στις ίδιες ίντσες - οι άνθρωποι ενημερώνονταν, βεβαίως και πρωτίστως, από τις εφημερίδες, αλλά παρόλα αυτά τους φύλαγαν κι οι σινεμάδες μια μικρούλα έκπληξη - συνήθως, στην αρχή της ταινίας - με μία ποτ-πουρί επιλογή των σημαντικότερων ειδήσεων [ Newsreel ]. Στην πραγματικότητα, εκεί που χώθηκε ο Τεντέν παιζόταν η ταινία που γύριζε πριν από κάτι τέρμινα ο Ρασταπόπουλος, στα Πούρα του Φαραώ και στη σελίδα δεκαέξι, και την οποία ο μικρός ήρως από παρεξήγηση διέκοψε, προκαλώντας τη μήνιν του τελευταίου αλλά και τη γνωριμία του.

Ο Τεντέν (κι ο Μιλού) στην Αμερική [ Casterman ]

Ρασταπόπουλος VS Τεντέν (και Μιλού) @ Πούρα του Φαραώ [ Casterman ]

Οι Τεντενολόγοι λένε, βέβαια, πως η πρώτη φορά που συναντά ο Τεντέν τον αντιπαθητικό μεγαλομέτοχο δεν είναι στα Πούρα, αλλά νωρίτερα στην Αμερική. Τούτο, ωστόσο, δεν έχει μεγάλη σημασία, καθώς στην Αμερική εμφανίζεται σ' ένα μόνο καρέ, ως ασήμαντος λακές του κώλου, ενώ στα Πούρα ο Τεντέν δε φαίνεται να τον θυμάται διόλου. Τώρα, γύρω από το θέμα τούτο, έχουμε να πούμε και δυο-τρία ψιλά για 'κείνη την αφίσα στην είσοδο του κινηματογράφου, η οποία είναι εν μέρει κρυμμένη απ' τη φιγούρα του Τεντέν, αλλά διαβάζουμε σε δύο σημεία της Wikipedia [1] , [2] πως φέρει τον τίτλο "The Sheik's House». Όμως αυτό δεν είναι με τίποτα σωστό! Είναι απόλυτα ξεκάθαρο - ακόμα και στη γαλλική έκδοση! - πως η τρίτη λέξη ξεκινά ως «Ha» και όχι «Ho». Επομένως, ποιο είναι το σπίτι που ξεκινά στην αγγλική από «Ha»; Το λεξικό δε βοηθά καθόλου. Καινούργιο πάλι μυστήριο και τούτο, όχι όμως τόσο βαθύ και δύσκολο κι επιπλέον σε καμία περίπτωση το μυστήριο γύρω απ' το οποίο θα καταλήξει κάποτε - μετά από ώρες - ετούτη η ανάρτηση. Ετούτο το νέο αίνιγμα απαντήθηκε τάχιστα, με μιαν απλή αναφορά στα πρωτότυπα Πούρα, όπου ο Ρασταπόπουλος λέει στον ήρωα ξεκάθαρα πως η ταινία του τιτλοφορείται «Haine d' Arabe», ον εστί μεθερμηνευόμενον ελληνιστί : Το Μίσος του Άραβα. Κι αν ως προς εκείνο το «d' Arabe» έχω τις αμφιβολίες μου, όσον αφορά δηλαδή στην ορθή απόδοση, αλλά και για να μη χαθούμε στη μετάφραση, το μίσος είναι μίσος και σε καμία περίπτωση το σπίτι, το σεράι ή το τσαρδί κανενός άραβα σεΐχη. Η αλήθεια αποκαλύπτεται με ακτινοβολία 100 watt, κάτι που δεν είναι δα κι ιδιαίτερα εκτυφλωτικό, αλλά φτάνει για τη δουλειά μας : ο σωστός τίτλος δεν είναι παρά «The Sheik's Hate». Το πρώτο μυστήριο τελειώνει εδώ κι εμείς χαμογελούμε με την ευτυχία του παιδιού, που 'μαθε επιτέλους να διαβάζει τ' όνομά του.

Αποκατάσταση σχέσεων Ρασταπόπουλου και Τεντέν
(και Μιλού) @ Πούρα του Φαραώ [ Casterman ]

Το δεύτερο, όμως, μυστήριο είναι εκείνο που με καίει περισσότερο και παραμένει ως τώρα άλυτο, παρά τις κοπιώδεις προσπάθειες που κατέβαλα. Τα υπόλοιπα είναι σκέτες οδοντόκρεμες και sudoku για να περνά η ώρα. Εν τη ρύμη της τεντένειας επικαιρότητας, λοιπόν, μαθαίνουμε για κάποιο ποδηλάτη Honorat, ο οποίος και τερμάτισε πρώτος σε μια διεθνή διοργάνωση. Κάθομαι τώρα - δουλειά δεν είχε ο διάολος - κι αναρωτιέμαι μοναχός μου : ρε συ, λες να ήταν υπαρκτό πρόσωπο, αυτός ο Honorat; Ποιος κάλος τώρα μ' έβαλε να το ψάχνω τούτο, τη στιγμή που μήτε η ταινία του Ρασταπόπουλου που προηγείται γυρίστηκε ποτέ, μήτε η Δημοκρατία της Πολδομολδαχίας ( Poldomoldaque ) που έπεται έχει καμία σύνδεση με τον πραγματικό κόσμο, ένας θεός γνωρίζει. Κάτι μέσα μου αντέδρασε αυθόρμητα, προς τούτη την κατεύθυνση. Ίσως γιατί η βλακώδης ατάκα του Honorat «κέρδισα αλλά την επόμενη φορά θα τα πάω καλύτερα» μου θύμισε κάτι απ' τον πρόεδρο του Εδεσσαϊκού κι απ' τις ασυναρτησίες που πετάει ο κοσμάκης, γενικά, όταν του χώνεις ένα μικρόφωνο στη μούρη. Μου φάνηκε, δηλαδή, πολύ χαζό για να μην είναι αληθινό!

Τώρα, όποιος γυρίζει μυρίζει, λέει μια παροιμία, αλλά το θέμα δεν είναι αν μυρίζεις αλλά τι μυρίζεις ή αν βρωμάει. Ψάξε-ψάξε μπορεί να μην έλυσα το πρόβλημα του Honorat, ανακάλυψα ωστόσο πως δεν είμαι ο πρώτος αργόσχολος στον κόσμο, που προβληματίστηκε μ' αυτή την άχρηστη πληροφορία. Λοιπόν, παρά το γεγονός πως η ατάκα, γενικά, κυκλοφορεί (ή κυκλοφορούσε) σχετικά συχνά για το επίπεδο ασημαντότητάς της, για τον Honorat δεν υπάρχει η παραμικρή πληροφορία. Θα τα 'χα παρατήσει, ήδη απ' την αρχή, αν δεν έπεφτα σε τούτον τον αχαΐρευτο, ο οποίος επιμένει ότι στο Μουσείο του Hergé ισχυρίζονται πως η όλη φάση βασίζεται σ' αληθινή ιστορία. Το Μουσείο του Hergé βρίσκεται κάπου στα βοριο-ανατολικά των Βρυξελών, στην περιοχή Louvain-La-Neuve , δίπλα σ' ένα χωράφι λαχανάκια, και το πρώτο πράγμα που έκανα είναι να τους βρω στο Facebook και να τους στείλω μήνυμα. Αυτό πριν δυο μήνες. Ακόμα περιμένω. Μπορεί να φταίνε τα γαλλικά μου ή μπορεί να 'ναι απλά μαλάκες. Ή μπορεί και ν' ανακάλυψαν πως, τελικά, η όλη φάση δε βασίζεται σ' αληθινή ιστορία και ντρέπονται να μ' απαντήσουν.

Δεν έχω ιδέα από πού ...

Ψάξε-ψάξε κι άλλο πέφτω κάποτε κι εδώ , όπου ο Hergé επαναλαμβάνει το ίδιο ακριβώς περιστατικό, στις περιπέτειες των Jo, Zette et Jocko. Ξεγελιέμαι και νομίζω πως η επανάληψη είναι σημάδι επαλήθευσης, πράγμα που με κάνει να σκυλιάσω και να μου βγάλω τα μάτια μου, σκυμμένος με τις ώρες μπροστά στην οθόνη. Αν αφιέρωνα την ίδια ενέργεια προκειμένου να κερδίσω χρήματα, δε θα 'μουν στο Ταμείο Ανεργίας, κάθε καλοκαίρι. Παρόλα αυτά, τζίφος! Εδώ ο Honorat, εκεί ο Honorat, πουθενά ο ευλογημένος. Για κάποιο λόγο, ωστόσο, η αμήχανη ατάκα του Honorat γίνεται μάλλον αγαπητή κι είναι φανερό ότι ο κόσμος τη χρησιμοποιεί, ώστε να διανθίζει το λόγο του. Παραδείγματα εδώ , εδώ , εδώ κι εδώ . Από τα προηγούμενα γίνεται φανερό πως, πέραν των τεντενόφιλων, ιδιαίτερη χρήση παρουσιάζεται στους ποδηλάτες, οι οποίοι μάλλον δεν ξέρουν απαραίτητα την προέλευσή της. Εννοείται πως έστειλα μήνυμα και σ' έναν από τους προηγούμενους. Ακόμα περιμένω και πάνε δυο μήνες. Ίσως να φταίνε τα γαλλικά μου, ίσως πάλι να 'ναι κι αυτός μαλάκας. Ίσως πάλι να εργάζεται στο Μουσείο του Hergé.

Κάποια στιγμή, καταλήγω σε τούτο το αναπάντεχο forum , όπου ένας θαμώνας αποδίδει τη ρήση σε κάποιον Eddy Merckx. Παίρνω τα πάνω μου, για λίγο ο σφυγμός μου χτυπάει γρηγορότερα. Λεώ νάτο, δε μπορεί, βρήκα επιτέλους ό,τι γύρευα. Να δεις που τούτος ο καθόλα πραγματικός Eddy στάθηκε το καλούπι, προκειμένου να γεννηθεί ο επινοημένος Honorat και σε λίγα κλικ απόσταση κρύβεται η πολυπόθητη απάντηση στις προσευχές μου. Αναζητώ τον Eddy στα κατάστιχα της google : ο άνθρωπος ήταν όντως Βέλγος, ήταν όντως ποδηλάτης, αλλά γεννήθηκε το... 1945, που πάει να πει πως όταν ο Hergé επανασχεδιάζε το Λωτό, ο Eddy κατουρούσε ακόμη το κρεβάτι του. Το πιθανότερο είναι πως ο Merckx διάβασε κάποτε Τεντέν, γούσταρε την ατάκα και την υιοθέτησε, για να κάνει την παρέα να ξεκαρδίζεται και τα κορίτσια να πέφτουνε στην αγκαλιά του. Αδιέξοδο και πάλι κι ίσως για πάντα, καθώς ομολογώ την βαρέθηκα πια την ιστορία αυτή.

Γράφοντας ετούτες τις γραμμές έκανα μερικές τελευταίες προσπάθειες. Η κακή τύχη με οδήγησε σε μία φρούδα ελπίδα, ακόμη : ένα φυλλάδιο μιας κάποιας ραδιοφωνικής απόδοσης του Μπλε Λωτού. Στην τρίτη σελίδα, παρουσιάζεται η διανομή των ρόλων της θεατρικής ομάδας, όπου ένας Pierre-το-κέρατό-του, μέσα σ' όλα αποδίδει και τη φωνή κάποιου Lucien Honorat! Αναθαρρημένος, αλλά κάπως συγκρατημένος μετά τις απανωτές ήττες, βάνω μπροστά την αναζήτηση κι ετούτου του Lucien, αλλά φαντάζομαι μαντέψατε ήδη τ' αποτελέσματα. Αν εξαιρέσεις έναν μαυρούκο από την Αϊτή, στο Facebook, ο οποίος μοιάζει να 'χει βγάλει τη φωτογραφία προφίλ απ' το πουλί του, ο ποδηλάτης Honorat γλιστράει σα Φαντομάς ή σαν το χέλι, από κάθε προσπάθεια αποκάλυψης.

Αν, τώρα, ρωτήσει κανείς σας τι θυμάμαι από το Μπλε Λωτό, τι μου 'κανε περισσότερη εντύπωση βρε αδερφέ, θα είναι τα δύο ετούτα : πρώτον, ότι παρότι ο λωτός είναι μπλε το εξώφυλλο είναι κατακόκκινο και, δεύτερον, πως ψάχνοντας τον Honorat σπατάλησα τόσες ώρες πολύτιμης κι ανεπίστρεπτης ζωής, ώστε αν τις έβαζα κολλητά θα πέθαινα τρεις μέρες αργότερα. Υπερβάλλω, βεβαίως, κι η αξία του Λωτού είναι θέμα για ξεχωριστή συζήτηση. Αλλά λήξ' το επιτέλους, να πάμε καμιά φορά σπίτια μας ...

Το μυστήριο του Μπλε Λωτού [ Μέρος 1ο ]

Εν αρχή ην ο Μίκυς κι ο Ποπάυς. Επίσης, ο Τιραμόλας και ο Σεραφίνος. Άντε και λίγος Μπάγκσυ Μπάννυς. Μετά κατέφτασαν ο Μπλεκ και το Αγόρι, η Βαβούρα και η Περιπέτεια, κάποτε ο Φασόλας. Από τούτους τους διαόλους έβγαζαν, κάθε βδομάδα, το ψωμί τους το ψιλικατζίδικο του κυρ-Τάκη και το περίπτερο δίπλα στο σχολείο. Φυσικά, στη βιβλιοθήκη υπήρχαν, από πάντα καταχωνιασμένα, κι εκείνα τα τεύχη Αστερίξ και Λούκυ Λουκ, Ιζνογκούντ και Σούπερ Λάκυ, από κάποιο καλλιτεχνικό βίτσιο του πατέρα ανεξιχνίαστο. Τον ευχαριστώ για την κληρονομιά αυτή, όπως και γι' άλλες. Ετούτα τα τελευταία, βέβαια, ήταν τα μικυμάους τα «καλά»! Ή, ορθότερα, ετούτα ήτανε «κόμικς» και όλα τ' άλλα «μικυμάου», σωρηδόν. Ίσως, όπως το 'χω ξαναθίξει, γιατί ήτανε κρυμμένα δίπλα στους τόμους της κλασικής λογοτεχνίας και της φιλοσοφίας. Μα ίσως κι όχι! Ακόμα και στ' ακατέργαστα παιδικά μάτια, η πλούσια κι ωριμότερη σχεδιαστική τους γραμμή τα ξεχώριζε, με διαφορά, από τη σχετική φτήνια των εβδομαδιαίων. Όχι πως δεν έβρισκες διαμάντια στο Αγόρι και στο Μίκυ Ρομάνο Σκάρπα ή Καβατσάνο. Αλλά κατά κανόνα, ο Τιραμόλα κι ο Ποπάυ ήταν υλικό προς ανακύκλωση ή για να σκουπίζεις τον ποπό σου. Τα ρούφαγα, βέβαια, και τούτα με την ίδια δίψα, όπως ρούφαγα κάθε σαβούρα στην ηλικία εκείνη. Ακόμα μαθήτευα με σιγανό ρυθμό σ' αυτή την κατανόηση : δεν αρκεί η ικανότητα να τραβά κανείς ίσιες γραμμές, αντί για ορνιθοσκαλίσματα, ώστε να 'χουν αξία τα σκαριφήματά του! Το ταλέντο πάει πολύ μακρύτερα απ' το να κρατάς το πενάκι ορθό κι ο Reiser το γνώριζε πολύ καλά, τούτο το τελευταίο.

Η μαγεία κατέφτασε κάποτε αδήριτη, μαζί με τον πρώτο μου Τεντέν. Είχε μια παράξενη επιρροή, πρωτόγνωρη, αυτός ο κατεργάρης φλώρος με τ' ανυπόταχτο τσουλούφι και το μικρό Μιλού του. Θέλω να πω, για παράδειγμα, το εξής : με την τελευταία σελίδα του Αστερίξ, παρότι χορτάτος ευχαρίστηση κι αναμφισβήτητα πλήρης, τελείωνες να πούμε με τον Αστερίξ, τελείωνε κι ο Αστερίξ μαζί σου. Όμοια κι ο Λούκυ Λουκ κι εξίσου τ' άλλα. Με την τελευταία σελίδα του Τεντέν, ωστόσο, αντιλαμβανόσουν πως ακόμη και το σχήμα των 62 σελίδων, αντί των συνηθισμένων 48, σου 'πεφτε τόσο μα τόσο λίγο! Σαν έφτανε η εξιστόρηση στο πέρας της, τούτο γινόταν σχεδόν πάντα με το αίσθημα του ξαφνικού, του πρόωρου κι ας είχε ολοκληρώσει η διήγηση τον κύκλο της. Ήταν ένας αποχωρισμός αβάσταχτος και μια απώλεια δύσκολα επεξεργάσιμη από του νου, που κρατούσε ακόμη το τεύχος ανοιχτό, στην τελευταία του σελίδα. Πώς θα μπορούσε η διήγηση να συνεχίζει πλέον μόνη της, παρατημένη και κλειστή κάπου στην άκρη, δίχως εσένα στο κατόπι της; Το ξόρκι του Τεντέν δεν έπαυε να με γητεύει, ακόμα κι αν έβαζα το περιοδικό στην άκρη με τα βλέφαρα βαριά ή μ' έστελνε η μάνα μου στο φούρνο για ψωμί. Σφηνωμένο σ' ένα δόξα πατρί, αόρατο, της καρδιάς ή της αισθητικής του νου, μ' ακολουθούσε όλες τις υπόλοιπες ώρες ή μέρες κι όπως έμελλε ν' αποδειχθεί, δίχως υπερβολή, κομμάτι αναπόσπαστο για το υπόλοιπο της ζωής. Όταν λέω «Τεντέν» είναι συμβολισμός ισοδύναμος, σα να μιλώ για μνήμες μιας πρώτης προσμονής ενός δώρου που καθυστερεί, την πρώτη μου μπάλα, τα playmobil, το Μινιόν και, τέλος πάντων, όλα εκείνα που έκαναν, τότε, τη ζωή ενός παιδιού (που δε ζούσε στην Παλαιστίνη ή τη Ρουάντα) ένα καθημερινό κυνήγι θησαυρού.


Πρώτος Τεντέν - πα' να πει, πρώτος Τεντέν της μνήμης - ήταν «Τα πούρα του Φαραώ» και το «Σπασμένο αυτί». Ο «Μπλε Λωτός» ήρθε αργότερα. Διαφορετικής τεχνοτροπίας μεταξύ τους - με «Αυτί» και «Λωτό» συγγενέστερα - μαρτυρούν τα διαφορετικά εξελικτικά στάδια της καλλιτεχνικής ωρίμανσης του Hergé. Βέβαια, ετούτες οι συγκρίσεις δε βγαίνουν έτσι του ποδαριού και θέλει μελέτη και διασταύρωση. Βλέπετε, άλλος ο Hergé του Petit Vingtième και του '36, άλλος ο Hergé που επανασχεδιάζει εαυτόν το '46, άλλος ο Hergé των Πούρων του '55 και πάει λέγοντας. Ο Μπλε Λωτός, ωστόσο, δεν έχει φάει την άρδην ανακαίνιση των Πούρων - έτσι λένε οι Τεντενολόγοι. Το κύριο σώμα της έγχρωμης έκδοσης έχει την ακατέργαστη, λεπτή, κυματιστή γραμμή του πρώιμου Τεντέν. Ο Hergé σχεδιάζει σχεδόν σα μεθυσμένος και θα 'λεγε κανείς, σε σημεία, χειρότερα απ' ότι σχεδίαζε νεότερος τα Πούρα. Μα τούτο δεν αποκαλύπτεται παρά απ' τη σελίδα 5 κι έπειτα, όπου η απότομη αλλαγή, ένεκα και της αντίθεσης, βγάζει μάτι και μάσκαρα, τόσο που κοιτάς αν πήρες, όντως, το πρωτότυπο ή σου πάσαραν καμιά κινέζικη απομίμηση. Οι πρώτες σελίδες μοιάζουνε φυσική συνέχεια των Πούρων (όπως είναι και σεναριακά ζητούμενο), με μόνη διαφορά - όπως είπαμε - πως τα Πούρα ξανασχεδιάστηκαν, κάπου δέκα χρόνια αργότερα. Το αίνιγμα δεν είναι δα και για το Νίκο Λυγερό : το '46 όπου και η επανέκδοση του Λωτού, ο καλλιτέχνης αποφασίζει να κρατήσει το σύνολο ως έχει, είτε γιατί είναι πολύ ικανοποιημένος από τ' αποτέλεσμα, είτε γιατί βαριέται, είτε γιατί έχει μεγάλη συναισθηματική αξία. Πιάνει και ρετουσάρει λίγο τις λεπτομέρειες, εμπλουτίζει τα φόντα και άλλα παρόμοια ψιλά. Εκτός, να πούμε, από τις πέντε πρώτες σελίδες, τις οποίες αποφασίζει να επανασχεδιάσει απ' την αρχή. Και το κάνει ετούτο, αναγκαστικά, με την ωριμότερη γραμμή του '46. Είναι παράδοξο να μη μπορεί κανείς να μιμηθεί πιστά τον εαυτό του, δέκα χρόνια παλιότερο. Αν αυτό ισχύει, τελικά, για όλους - αν δηλαδή αδυνατούμε όλοι ν' αντιγράψουμε το νεότερο εαυτό μας - είναι ζήτημα να προβληματίσει βαθιά και φιλοσοφικά για το ποιοι είμαστε πραγματικά, τι είναι τελικά ο άνθρωπος και άλλα παρόμοια κωμικογραφικά.

Πρωτότυπος @ Petit Vingtième [ αριστερά ], ρετουσαρισμένος Τεντέν
[ κέντρο και μέση (ε?) ] και ξανασχεδιασμένος Τεντέν του '46 [ δεξά ].

Για το Μπλε Λωτό μπορείτε να βρείτε απίστευτες πληροφορίες στη Wikipedia ή αλλού κι αν γνωρίζετε γαλλικά η απόλαυση πολλαπλασιάζεται. Εδώ, βέβαια, δεν υπάρχει περίπτωση να κάτσω να σας κάνω μετάφραση των γεγραμμένων ήδη. Να πιάσετε να διαβάσετε μονάχοι σας, χαραμοφάηδες! Τσάμπα σκάσανε τόσα λεφτά στα φροντιστήρια, οι γονείς και οι γιαγιάδες σας; Το lower έχει γίνει ένα με το πετσί του έλληνα μικροαστού, όπως ήταν παλιά το πιάνο και τα γαλλικά. Εδώ, γράφω περισσότερο για να ξεδιπλώσω τη δική μου οπτική και τα αισθήματα, διαφορετικά, κάθε δυο μέρες θα 'πιανα να κάνω επικόλλησις απ' τις απιθανικομύριες πηγές, που λιάζονται ανυποψίαστες στον ήλιο του διαδίκτυου, και θα 'χα εφτακόσα δεκατέσσερα αναρτήματα το μήνα. Τώρα, όλες αυτές οι ασύδοτες αναδημοσιεύσεις, κατά τη γνώμη μου και σε κάποιο βαθμό, φτωχαίνουν τη ζωή μας. Θα ήταν πολύ καλύτερα αν μπορούσαμε να διαβάσουμε τι σκέφτονται πενήντα άνθρωποι, πάνω στο ίδιο ζήτημα, παρά πενήντα φορές εκείνο που σκέφτονται δυο-τρεις. Είναι όμως αλήθεια και τούτο, πως δηλαδή με τις αναδημοσιεύσεις σώζονται (ή πιθανόν σώζονται) άρθρα, τα οποία θα τα 'χε καταπιεί από καιρό ο βόθρος (είτε η άβυσσος, που 'ναι ποιητικότερο) της λήθης. Οι μισοί σύνδεσμοι της προηγούμενης δεκαετίας χτυπάνε 404 και δεν υπάρχει σχεδόν κανείς, από τα τέλη του '90. To διαδίκτυο είναι ένας ζωντανός οργανισμός, ανασαίνει και μεταμορφώνεται κι ενίοτε ροκανίζει εαυτόν, όπως μασουλάμε εμείς τα νύχια μας και τα πετσάκια. Κατά τη γνώμη μου, δεν είναι κι ο καλύτερος χώρος αποθήκευσης, μ' αυτό το διαρκές του γίγνεσθαι. Έτσι κατέληξα να μην είμαι και μεγάλος θιασώτης των bookmarks και των clouds και παλεύω για την αυτονομία μου. Σήμερα είναι κι αύριο δεν είναι. Κάθε εργαλείο, φυσικά, έχει τη χρησιμότητά του. Όταν όμως μιλώ για γνώση (ή την αποθήκευσή της), προσπαθώ να σχεδιάζω με γνώμονα τη ζωή μου κι όχι τη φετινή χρονιά ή τη μόδα (ή ό,τι κρατήσει περισσότερο). Τέλος πάντων, Πολυλογία - Αντώνης : 1-0 .

Μεγάλα ζητήματα, πράγματι : άλλο πράγμα η κακία απ' την
άγνοια ή μήπως η άγνοια οδηγεί τελικά στην κακία;

Διαβάζοντας το Μπλε Λωτό, άτριχος πιτσιρικάς ακόμα - το θυμάμαι σα χτες - είχα σταθεί μ' εντύπωση σ' εκείνα τα τρία καρέ, όπου ο Τεντέν κάθεται κι εξηγεί στον Τσανγκ, πόσο μαλάκας ήταν ο μέσος Ευρωπαίος της εποχής, γιατί σήμερα είναι πολύ πολιτισμένος. Του ξεκαθαρίζει, μία προς μία, τις προκαταλήψεις που αλώνιζαν στη δυτική κουλτούρα, για τις απεχθείς παραδόσεις μιας Κίνας δήθεν σκοτεινής, μοχθηρής και βάρβαρης. Για κάποιο μυστηριώδη λόγο, από ετούτη την εμβόλιμη περιγραφική τριάδα μου καρφώθηκε στο νου το έθιμο με τα στενά παπούτσια. Μπορεί, πάλι, ο λόγος να μην ήταν και τόσο μυστηριώδης. Ο Φου Μαντσού αλώνιζε, ήδη, στην ελληνική αργκό ως καρικατούρα κινέζου δολοπλόκου κι απ' την άλλη ο δικός μας ο Καιάδας δεν απήχε πια τόσο απ' τον αντίστοιχο, κινέζικο οχετό. Αλλά τούτο με τα παπούτσια τ' άκουγα πρώτη φορά και μου φάνηκε τόσο επώδυνα αξιοπερίεργο, ώστε παρέμεινε ανεξίτηλο εις το διηνεκές. Μερικές δεκαετίες αργότερα, η ίδια αυτή λευκή φυλή που γελούσε ή τρόμαζε, με τις εξωραϊστικές πρακτικές μιας Κίνας μακρινής και απολίτιστης, μπαίνει στο χειρουργείο και περνά χειρότερους κινδύνους, προκειμένου να γεμίσει τα βυζιά της σιλικόνη ή τους κώλους. Άβυσσος η ψυχή του ευρωπαίου και, γενικότερα, της λευκής κομπλεξαρίας.

Ιmage by Lai Afong [1870]

Τώρα, να πούμε την αλήθεια, το έθιμο που περιγράφει ο Τεντέν στα 1936 μπορεί να είναι πια ξεχασμένη παράδοση, αλλά σίγουρα όχι και τόσο μακρινή. Στη Wikipedia διαβάζουμε κι αυτό το τραγικό : το 19ο αιώνα 40-50% των κινέζων γυναικών είχαν συμμορφωθεί με τούτο το μαρτύριο και σχεδόν όλες οι κινέζες της ανώτερης τάξης! Στις αρχές του 20ου αιώνα, μετά από πολλούς αγώνες κι εκστρατείες ενημέρωσης τέθηκε, επιτέλους, ένα τέρμα στην επώδυνη ετούτη πρακτική, την οποία προσπάθησαν διάφοροι κατά καιρούς να πάψουν, δίχως ωστόσο μεγάλη επιτυχία. Οι αρχές του 20ου αιώνα κι αν συνυπολογίσει κανείς την κοινωνική αδράνεια - πως δηλαδή τα πράγματα δεν αλλάζουν απ' την μια δεκαετία στην άλλη, ειδικά σε μια εποχή δίχως τηλεόραση και διαδίκτυο - δεν είναι τελικά παρά μια ανάσα απ' την εποχή του Hergé. Ως εκ τούτου, παρότι θεωρώ τον ευρωπαίο αστό κομμάτι βόδι και χοντρόπετσο, δεν μπορώ να μην του αναγνωρίσω ετούτο το αλαφρυντικό : δεν ήταν, τελικά, παντελώς αδικαιολόγητες όλες οι πεποιθήσεις του κι ας μην είχαν όλες περάσει απ' την κρησάρα της κριτικής σκέψης και το τίμιο ζύγι. Να πούμε ακόμα πως, από επώδυνη σύμπτωση, αυτά τα ψυχιατρικά εκτροχιασμένα έθιμα αποκαλούνταν «πόδια του Λωτού»! Κι αν υποθέσουμε πως, απ' την κακή κυκλοφορία, πολύ πιθανό κιόλας να μελανιάζανε, να σου πάλι ο Μπλε Λωτός, σε πολυεπίπεδη αλληγορία.

Γιατί τα γράφω όλα ετούτα; Ούτε εγώ δεν ξέρω! Ψέμματα, ξέρω. Γιατί ακριβώς έχοντας γνώση της μικρής αυτής σκηνής, μεταξύ μικρού Τσανγκ και Τεντέν, μου 'χε φανεί εντελώς παράδοξο και ταπεινό, ασύμβατο με την πραγματικότητα, όταν πρώτη φορά μετά από χρόνια διαπίστωσα πως ο αγαπημένος Georges Remi βρέθηκε, κάποτε, υπόλογος ρατσισμού! Δε χρειάζεται να μείνει κανείς εστιασμένος μονάχα σε τούτη τη μικρή όαση φιλίας της σελίδας 43. Ολάκερο το τεύχος είναι χρωματισμένο και μπολιασμένο από τούτη την αντιρατσιστική διάθεση και τη χλεύη, απέναντι στη σιχαμάρα της λευκής - μα κι οποιαδήποτε άλλης - εξουσιαστικής αλαζονείας. Πώς θα μπορούσε αυτός ο ίδιος άνθρωπος να ρέπει προς την ίδια εκείνη σιχαμάρα την οποία καταδίκαζε με τρόπο τόσο γλαφυρό και άμεσο; Τα πράγματα, βέβαια, ούτε τόσο απλά είναι, ώστε να εξηγηθούν με δυο κουβέντες, ούτε ωστόσο τόσο πολύπλοκα, ώστε να μην εξηγηθούν με τρεις. Ο πρώιμος Hergé, νεαρός τότε και γνήσιος γόνος της βελγικής «αποικιοκρατίας» δε θα μπορούσε παρά να 'χει μεγαλώσει μέσα σ' εκείνο το κλίμα ευρωπαϊκής μαλάκυνσης, όπου σιδερωμένο πουκάμισο σήμαινε πολιτισμός, ενώ ξυπόλυτος αράπης σήμαινε ένα βήμα πριν το ζωολογικό κήπο. Τώρα, το Βέλγιο δεν ήταν και καμία αποικιοκρατική δύναμη της προκοπής και το Κογκό δεν το κατέκτησε ποτέ με την πυγμή του νταή, παρά με το καρκινικό σούρσιμο του λακέ. Το Κογκό - να το πούμε κι έτσι - υπεξαιρέθηκε, κάποτε, απ' την παρθένα ακόμη Αφρική μ' έξυπνες πολιτικές κινήσεις κι εν μέσω γενικής αδιαφορίας. Έτσι, ο Hergé ήταν κάτα κάποιο τρόπο αποικιοκράτης, αλλά αποικιοκράτης γιαλαντζί και σ' αυτή την κατάσταση διήγε, πιθανόν, την εποχή που 'πιασε για πρώτη φορά πενάκι. Εκείνος ο αφελής ακόμη καλλιτέχνης της Χώρας των Σοβιέτ, της Αμερικής και του Κογκό, λογικά έβριθε όλων εκείνων των ευρωπαϊκών προκαταλήψεων, που ο ίδιος σαρκάζει χρόνια αργότερα στη ζεστή παρέα των Τεντέν και Τσανγκ, σαρκάζοντας πιθανότατα κι αυτόν τον ίδιο τον Remi, που ήταν κάποτε.

Είναι θαυμάσιο να διαβάσει κανείς, στη Wikipedia ή αλλού , με τι τρόπο μεταμορφώθηκε σιγά-σιγά η αντίληψη του Hergé, χάρη στη θαυμαστή συνδρομή και συντροφιά κάποιου φοιτητή, ονόματι Chang Chong-ren, ο οποίος ανέλαβε την ευθύνη να βοηθήσει στην πιστότερη περιγραφή της σύγχρονης Κίνας, αλλά κατέληξε να κάνει τον Georges Remi άνθρωπο. Και τα κατάφερε, μάλιστα, με άριστα αποτελέσματα, ώστε αν θέλει να κατηγορήσει κανείς σήμερα τον Τεντέν για ρατσισμό θα πρέπει να το κάνει μόνο στη βάση της προκατάληψης, ως κοινό ανθρώπινο ελάττωμα και όχι ως ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ενός άριου Hergé. Οι προκαταλήψεις ήσσονος ή μείζονος σημασίας ταλανίζουν κάθε άνθρωπο ανεξαιρέτως κι εγώ προσωπικά δεν έχω γνωρίσει αναμάρτητο. Δε χρειάζεται να 'ναι κανείς χρυσαύγουλος για να στοιχειοθετηθεί κατηγορία. Κάθε φορά που τσουβαλιάζει κανείς οποιαδήποτε κοινωνική ή άλλη ομάδα, είτε λέγονται ταξιτζήδες, είτε λέγονται δεξιοί, είτε λέγονται δημόσιοι υπάλληλοι, είναι ένα βήμα από την κόλαση. Κι η υπεράσπιση δεν έχει καταθέσει ακόμα τα όπλα της, γιατί καθώς λέει ο λαός μας : άμα δεν το 'χει η γκλάβα σου. Έτσι είναι δέον ν' αποδώσουμε τα εύσημα όχι μόνο στον Τσανγκτσόνγκ, μα και στον ίδιο τον Remi. Γιατί ο άνθρωπος δεν παρέμεινε κούτσουρο και ξύλο απελέκητο - όπως ο τυπικός ρατσίστας - αλλά μεταλλάχτηκε κι αναμορφώθηκε κι άνοιξε που λέμε ο νους του, ρε παιδί μου. Κι έτσι κάθε μομφή απέναντι στο πρόσωπό του, δεκτή ή εξετάσιμη, θα πρέπει να γίνεται στο πλαίσιο ενός ανθρώπου υπό αφύπνιση (στάδιο στο οποίο όλοι διάγουμε, στο κάτω-κάτω) και όχι σ' εκείνο μιας παγιωμένης προσωπικότητας, καταδικαστέας ή οσίας. Αλλά μαζί με το μυαλό του άνοιξε και το χέρι του, λένε οι ειδικοί Τεντενολόγοι, καθόσον ο Τσατσόνγκ επηρέασε και τη σχεδιαστική γραμμή του καλλιτέχνη κι έφερε μεγάλη ευθύνη προς την κατεύθυνση της «καθαρής γραμμής». Παρότι Κινέζος Φου-Μαντσού κι έτσι, πρέπει να 'ταν υπέροχος άνθρωπος ετούτος ο Τσατσόνγκ και στάθηκε πραγματική ευλογία η συνάντηση αυτή με τον Hergé. Τόσο για τον τελευταίο, όσο και για μας που έχουμε να τον απολαμβάνουμε, σε κάθε ηλικία, μέχρι να ψοφήσουμε να πάμε στο διάολο, να ησυχάσουμε.

[ Συνεχίζεται ... ]