Thursday, June 6, 2019

Το μυστήριο του Μπλε Λωτού [ Μέρος 1ο ]

Εν αρχή ην ο Μίκυς κι ο Ποπάυς. Επίσης, ο Τιραμόλας και ο Σεραφίνος. Άντε και λίγος Μπάγκσυ Μπάννυς. Μετά κατέφτασαν ο Μπλεκ και το Αγόρι, η Βαβούρα και η Περιπέτεια, κάποτε ο Φασόλας. Από τούτους τους διαόλους έβγαζαν, κάθε βδομάδα, το ψωμί τους το ψιλικατζίδικο του κυρ-Τάκη και το περίπτερο δίπλα στο σχολείο. Φυσικά, στη βιβλιοθήκη υπήρχαν, από πάντα καταχωνιασμένα, κι εκείνα τα τεύχη Αστερίξ και Λούκυ Λουκ, Ιζνογκούντ και Σούπερ Λάκυ, από κάποιο καλλιτεχνικό βίτσιο του πατέρα ανεξιχνίαστο. Τον ευχαριστώ για την κληρονομιά αυτή, όπως και γι' άλλες. Ετούτα τα τελευταία, βέβαια, ήταν τα μικυμάους τα «καλά»! Ή, ορθότερα, ετούτα ήτανε «κόμικς» και όλα τ' άλλα «μικυμάου», σωρηδόν. Ίσως, όπως το 'χω ξαναθίξει, γιατί ήτανε κρυμμένα δίπλα στους τόμους της κλασικής λογοτεχνίας και της φιλοσοφίας. Μα ίσως κι όχι! Ακόμα και στ' ακατέργαστα παιδικά μάτια, η πλούσια κι ωριμότερη σχεδιαστική τους γραμμή τα ξεχώριζε, με διαφορά, από τη σχετική φτήνια των εβδομαδιαίων. Όχι πως δεν έβρισκες διαμάντια στο Αγόρι και στο Μίκυ Ρομάνο Σκάρπα ή Καβατσάνο. Αλλά κατά κανόνα, ο Τιραμόλα κι ο Ποπάυ ήταν υλικό προς ανακύκλωση ή για να σκουπίζεις τον ποπό σου. Τα ρούφαγα, βέβαια, και τούτα με την ίδια δίψα, όπως ρούφαγα κάθε σαβούρα στην ηλικία εκείνη. Ακόμα μαθήτευα με σιγανό ρυθμό σ' αυτή την κατανόηση : δεν αρκεί η ικανότητα να τραβά κανείς ίσιες γραμμές, αντί για ορνιθοσκαλίσματα, ώστε να 'χουν αξία τα σκαριφήματά του! Το ταλέντο πάει πολύ μακρύτερα απ' το να κρατάς το πενάκι ορθό κι ο Reiser το γνώριζε πολύ καλά, τούτο το τελευταίο.

Η μαγεία κατέφτασε κάποτε αδήριτη, μαζί με τον πρώτο μου Τεντέν. Είχε μια παράξενη επιρροή, πρωτόγνωρη, αυτός ο κατεργάρης φλώρος με τ' ανυπόταχτο τσουλούφι και το μικρό Μιλού του. Θέλω να πω, για παράδειγμα, το εξής : με την τελευταία σελίδα του Αστερίξ, παρότι χορτάτος ευχαρίστηση κι αναμφισβήτητα πλήρης, τελείωνες να πούμε με τον Αστερίξ, τελείωνε κι ο Αστερίξ μαζί σου. Όμοια κι ο Λούκυ Λουκ κι εξίσου τ' άλλα. Με την τελευταία σελίδα του Τεντέν, ωστόσο, αντιλαμβανόσουν πως ακόμη και το σχήμα των 62 σελίδων, αντί των συνηθισμένων 48, σου 'πεφτε τόσο μα τόσο λίγο! Σαν έφτανε η εξιστόρηση στο πέρας της, τούτο γινόταν σχεδόν πάντα με το αίσθημα του ξαφνικού, του πρόωρου κι ας είχε ολοκληρώσει η διήγηση τον κύκλο της. Ήταν ένας αποχωρισμός αβάσταχτος και μια απώλεια δύσκολα επεξεργάσιμη από του νου, που κρατούσε ακόμη το τεύχος ανοιχτό, στην τελευταία του σελίδα. Πώς θα μπορούσε η διήγηση να συνεχίζει πλέον μόνη της, παρατημένη και κλειστή κάπου στην άκρη, δίχως εσένα στο κατόπι της; Το ξόρκι του Τεντέν δεν έπαυε να με γητεύει, ακόμα κι αν έβαζα το περιοδικό στην άκρη με τα βλέφαρα βαριά ή μ' έστελνε η μάνα μου στο φούρνο για ψωμί. Σφηνωμένο σ' ένα δόξα πατρί, αόρατο, της καρδιάς ή της αισθητικής του νου, μ' ακολουθούσε όλες τις υπόλοιπες ώρες ή μέρες κι όπως έμελλε ν' αποδειχθεί, δίχως υπερβολή, κομμάτι αναπόσπαστο για το υπόλοιπο της ζωής. Όταν λέω «Τεντέν» είναι συμβολισμός ισοδύναμος, σα να μιλώ για μνήμες μιας πρώτης προσμονής ενός δώρου που καθυστερεί, την πρώτη μου μπάλα, τα playmobil, το Μινιόν και, τέλος πάντων, όλα εκείνα που έκαναν, τότε, τη ζωή ενός παιδιού (που δε ζούσε στην Παλαιστίνη ή τη Ρουάντα) ένα καθημερινό κυνήγι θησαυρού.


Πρώτος Τεντέν - πα' να πει, πρώτος Τεντέν της μνήμης - ήταν «Τα πούρα του Φαραώ» και το «Σπασμένο αυτί». Ο «Μπλε Λωτός» ήρθε αργότερα. Διαφορετικής τεχνοτροπίας μεταξύ τους - με «Αυτί» και «Λωτό» συγγενέστερα - μαρτυρούν τα διαφορετικά εξελικτικά στάδια της καλλιτεχνικής ωρίμανσης του Hergé. Βέβαια, ετούτες οι συγκρίσεις δε βγαίνουν έτσι του ποδαριού και θέλει μελέτη και διασταύρωση. Βλέπετε, άλλος ο Hergé του Petit Vingtième και του '36, άλλος ο Hergé που επανασχεδιάζει εαυτόν το '46, άλλος ο Hergé των Πούρων του '55 και πάει λέγοντας. Ο Μπλε Λωτός, ωστόσο, δεν έχει φάει την άρδην ανακαίνιση των Πούρων - έτσι λένε οι Τεντενολόγοι. Το κύριο σώμα της έγχρωμης έκδοσης έχει την ακατέργαστη, λεπτή, κυματιστή γραμμή του πρώιμου Τεντέν. Ο Hergé σχεδιάζει σχεδόν σα μεθυσμένος και θα 'λεγε κανείς, σε σημεία, χειρότερα απ' ότι σχεδίαζε νεότερος τα Πούρα. Μα τούτο δεν αποκαλύπτεται παρά απ' τη σελίδα 5 κι έπειτα, όπου η απότομη αλλαγή, ένεκα και της αντίθεσης, βγάζει μάτι και μάσκαρα, τόσο που κοιτάς αν πήρες, όντως, το πρωτότυπο ή σου πάσαραν καμιά κινέζικη απομίμηση. Οι πρώτες σελίδες μοιάζουνε φυσική συνέχεια των Πούρων (όπως είναι και σεναριακά ζητούμενο), με μόνη διαφορά - όπως είπαμε - πως τα Πούρα ξανασχεδιάστηκαν, κάπου δέκα χρόνια αργότερα. Το αίνιγμα δεν είναι δα και για το Νίκο Λυγερό : το '46 όπου και η επανέκδοση του Λωτού, ο καλλιτέχνης αποφασίζει να κρατήσει το σύνολο ως έχει, είτε γιατί είναι πολύ ικανοποιημένος από τ' αποτέλεσμα, είτε γιατί βαριέται, είτε γιατί έχει μεγάλη συναισθηματική αξία. Πιάνει και ρετουσάρει λίγο τις λεπτομέρειες, εμπλουτίζει τα φόντα και άλλα παρόμοια ψιλά. Εκτός, να πούμε, από τις πέντε πρώτες σελίδες, τις οποίες αποφασίζει να επανασχεδιάσει απ' την αρχή. Και το κάνει ετούτο, αναγκαστικά, με την ωριμότερη γραμμή του '46. Είναι παράδοξο να μη μπορεί κανείς να μιμηθεί πιστά τον εαυτό του, δέκα χρόνια παλιότερο. Αν αυτό ισχύει, τελικά, για όλους - αν δηλαδή αδυνατούμε όλοι ν' αντιγράψουμε το νεότερο εαυτό μας - είναι ζήτημα να προβληματίσει βαθιά και φιλοσοφικά για το ποιοι είμαστε πραγματικά, τι είναι τελικά ο άνθρωπος και άλλα παρόμοια κωμικογραφικά.

Πρωτότυπος @ Petit Vingtième [ αριστερά ], ρετουσαρισμένος Τεντέν
[ κέντρο και μέση (ε?) ] και ξανασχεδιασμένος Τεντέν του '46 [ δεξά ].

Για το Μπλε Λωτό μπορείτε να βρείτε απίστευτες πληροφορίες στη Wikipedia ή αλλού κι αν γνωρίζετε γαλλικά η απόλαυση πολλαπλασιάζεται. Εδώ, βέβαια, δεν υπάρχει περίπτωση να κάτσω να σας κάνω μετάφραση των γεγραμμένων ήδη. Να πιάσετε να διαβάσετε μονάχοι σας, χαραμοφάηδες! Τσάμπα σκάσανε τόσα λεφτά στα φροντιστήρια, οι γονείς και οι γιαγιάδες σας; Το lower έχει γίνει ένα με το πετσί του έλληνα μικροαστού, όπως ήταν παλιά το πιάνο και τα γαλλικά. Εδώ, γράφω περισσότερο για να ξεδιπλώσω τη δική μου οπτική και τα αισθήματα, διαφορετικά, κάθε δυο μέρες θα 'πιανα να κάνω επικόλλησις απ' τις απιθανικομύριες πηγές, που λιάζονται ανυποψίαστες στον ήλιο του διαδίκτυου, και θα 'χα εφτακόσα δεκατέσσερα αναρτήματα το μήνα. Τώρα, όλες αυτές οι ασύδοτες αναδημοσιεύσεις, κατά τη γνώμη μου και σε κάποιο βαθμό, φτωχαίνουν τη ζωή μας. Θα ήταν πολύ καλύτερα αν μπορούσαμε να διαβάσουμε τι σκέφτονται πενήντα άνθρωποι, πάνω στο ίδιο ζήτημα, παρά πενήντα φορές εκείνο που σκέφτονται δυο-τρεις. Είναι όμως αλήθεια και τούτο, πως δηλαδή με τις αναδημοσιεύσεις σώζονται (ή πιθανόν σώζονται) άρθρα, τα οποία θα τα 'χε καταπιεί από καιρό ο βόθρος (είτε η άβυσσος, που 'ναι ποιητικότερο) της λήθης. Οι μισοί σύνδεσμοι της προηγούμενης δεκαετίας χτυπάνε 404 και δεν υπάρχει σχεδόν κανείς, από τα τέλη του '90. To διαδίκτυο είναι ένας ζωντανός οργανισμός, ανασαίνει και μεταμορφώνεται κι ενίοτε ροκανίζει εαυτόν, όπως μασουλάμε εμείς τα νύχια μας και τα πετσάκια. Κατά τη γνώμη μου, δεν είναι κι ο καλύτερος χώρος αποθήκευσης, μ' αυτό το διαρκές του γίγνεσθαι. Έτσι κατέληξα να μην είμαι και μεγάλος θιασώτης των bookmarks και των clouds και παλεύω για την αυτονομία μου. Σήμερα είναι κι αύριο δεν είναι. Κάθε εργαλείο, φυσικά, έχει τη χρησιμότητά του. Όταν όμως μιλώ για γνώση (ή την αποθήκευσή της), προσπαθώ να σχεδιάζω με γνώμονα τη ζωή μου κι όχι τη φετινή χρονιά ή τη μόδα (ή ό,τι κρατήσει περισσότερο). Τέλος πάντων, Πολυλογία - Αντώνης : 1-0 .

Μεγάλα ζητήματα, πράγματι : άλλο πράγμα η κακία απ' την
άγνοια ή μήπως η άγνοια οδηγεί τελικά στην κακία;

Διαβάζοντας το Μπλε Λωτό, άτριχος πιτσιρικάς ακόμα - το θυμάμαι σα χτες - είχα σταθεί μ' εντύπωση σ' εκείνα τα τρία καρέ, όπου ο Τεντέν κάθεται κι εξηγεί στον Τσανγκ, πόσο μαλάκας ήταν ο μέσος Ευρωπαίος της εποχής, γιατί σήμερα είναι πολύ πολιτισμένος. Του ξεκαθαρίζει, μία προς μία, τις προκαταλήψεις που αλώνιζαν στη δυτική κουλτούρα, για τις απεχθείς παραδόσεις μιας Κίνας δήθεν σκοτεινής, μοχθηρής και βάρβαρης. Για κάποιο μυστηριώδη λόγο, από ετούτη την εμβόλιμη περιγραφική τριάδα μου καρφώθηκε στο νου το έθιμο με τα στενά παπούτσια. Μπορεί, πάλι, ο λόγος να μην ήταν και τόσο μυστηριώδης. Ο Φου Μαντσού αλώνιζε, ήδη, στην ελληνική αργκό ως καρικατούρα κινέζου δολοπλόκου κι απ' την άλλη ο δικός μας ο Καιάδας δεν απήχε πια τόσο απ' τον αντίστοιχο, κινέζικο οχετό. Αλλά τούτο με τα παπούτσια τ' άκουγα πρώτη φορά και μου φάνηκε τόσο επώδυνα αξιοπερίεργο, ώστε παρέμεινε ανεξίτηλο εις το διηνεκές. Μερικές δεκαετίες αργότερα, η ίδια αυτή λευκή φυλή που γελούσε ή τρόμαζε, με τις εξωραϊστικές πρακτικές μιας Κίνας μακρινής και απολίτιστης, μπαίνει στο χειρουργείο και περνά χειρότερους κινδύνους, προκειμένου να γεμίσει τα βυζιά της σιλικόνη ή τους κώλους. Άβυσσος η ψυχή του ευρωπαίου και, γενικότερα, της λευκής κομπλεξαρίας.

Ιmage by Lai Afong [1870]

Τώρα, να πούμε την αλήθεια, το έθιμο που περιγράφει ο Τεντέν στα 1936 μπορεί να είναι πια ξεχασμένη παράδοση, αλλά σίγουρα όχι και τόσο μακρινή. Στη Wikipedia διαβάζουμε κι αυτό το τραγικό : το 19ο αιώνα 40-50% των κινέζων γυναικών είχαν συμμορφωθεί με τούτο το μαρτύριο και σχεδόν όλες οι κινέζες της ανώτερης τάξης! Στις αρχές του 20ου αιώνα, μετά από πολλούς αγώνες κι εκστρατείες ενημέρωσης τέθηκε, επιτέλους, ένα τέρμα στην επώδυνη ετούτη πρακτική, την οποία προσπάθησαν διάφοροι κατά καιρούς να πάψουν, δίχως ωστόσο μεγάλη επιτυχία. Οι αρχές του 20ου αιώνα κι αν συνυπολογίσει κανείς την κοινωνική αδράνεια - πως δηλαδή τα πράγματα δεν αλλάζουν απ' την μια δεκαετία στην άλλη, ειδικά σε μια εποχή δίχως τηλεόραση και διαδίκτυο - δεν είναι τελικά παρά μια ανάσα απ' την εποχή του Hergé. Ως εκ τούτου, παρότι θεωρώ τον ευρωπαίο αστό κομμάτι βόδι και χοντρόπετσο, δεν μπορώ να μην του αναγνωρίσω ετούτο το αλαφρυντικό : δεν ήταν, τελικά, παντελώς αδικαιολόγητες όλες οι πεποιθήσεις του κι ας μην είχαν όλες περάσει απ' την κρησάρα της κριτικής σκέψης και το τίμιο ζύγι. Να πούμε ακόμα πως, από επώδυνη σύμπτωση, αυτά τα ψυχιατρικά εκτροχιασμένα έθιμα αποκαλούνταν «πόδια του Λωτού»! Κι αν υποθέσουμε πως, απ' την κακή κυκλοφορία, πολύ πιθανό κιόλας να μελανιάζανε, να σου πάλι ο Μπλε Λωτός, σε πολυεπίπεδη αλληγορία.

Γιατί τα γράφω όλα ετούτα; Ούτε εγώ δεν ξέρω! Ψέμματα, ξέρω. Γιατί ακριβώς έχοντας γνώση της μικρής αυτής σκηνής, μεταξύ μικρού Τσανγκ και Τεντέν, μου 'χε φανεί εντελώς παράδοξο και ταπεινό, ασύμβατο με την πραγματικότητα, όταν πρώτη φορά μετά από χρόνια διαπίστωσα πως ο αγαπημένος Georges Remi βρέθηκε, κάποτε, υπόλογος ρατσισμού! Δε χρειάζεται να μείνει κανείς εστιασμένος μονάχα σε τούτη τη μικρή όαση φιλίας της σελίδας 43. Ολάκερο το τεύχος είναι χρωματισμένο και μπολιασμένο από τούτη την αντιρατσιστική διάθεση και τη χλεύη, απέναντι στη σιχαμάρα της λευκής - μα κι οποιαδήποτε άλλης - εξουσιαστικής αλαζονείας. Πώς θα μπορούσε αυτός ο ίδιος άνθρωπος να ρέπει προς την ίδια εκείνη σιχαμάρα την οποία καταδίκαζε με τρόπο τόσο γλαφυρό και άμεσο; Τα πράγματα, βέβαια, ούτε τόσο απλά είναι, ώστε να εξηγηθούν με δυο κουβέντες, ούτε ωστόσο τόσο πολύπλοκα, ώστε να μην εξηγηθούν με τρεις. Ο πρώιμος Hergé, νεαρός τότε και γνήσιος γόνος της βελγικής «αποικιοκρατίας» δε θα μπορούσε παρά να 'χει μεγαλώσει μέσα σ' εκείνο το κλίμα ευρωπαϊκής μαλάκυνσης, όπου σιδερωμένο πουκάμισο σήμαινε πολιτισμός, ενώ ξυπόλυτος αράπης σήμαινε ένα βήμα πριν το ζωολογικό κήπο. Τώρα, το Βέλγιο δεν ήταν και καμία αποικιοκρατική δύναμη της προκοπής και το Κογκό δεν το κατέκτησε ποτέ με την πυγμή του νταή, παρά με το καρκινικό σούρσιμο του λακέ. Το Κογκό - να το πούμε κι έτσι - υπεξαιρέθηκε, κάποτε, απ' την παρθένα ακόμη Αφρική μ' έξυπνες πολιτικές κινήσεις κι εν μέσω γενικής αδιαφορίας. Έτσι, ο Hergé ήταν κάτα κάποιο τρόπο αποικιοκράτης, αλλά αποικιοκράτης γιαλαντζί και σ' αυτή την κατάσταση διήγε, πιθανόν, την εποχή που 'πιασε για πρώτη φορά πενάκι. Εκείνος ο αφελής ακόμη καλλιτέχνης της Χώρας των Σοβιέτ, της Αμερικής και του Κογκό, λογικά έβριθε όλων εκείνων των ευρωπαϊκών προκαταλήψεων, που ο ίδιος σαρκάζει χρόνια αργότερα στη ζεστή παρέα των Τεντέν και Τσανγκ, σαρκάζοντας πιθανότατα κι αυτόν τον ίδιο τον Remi, που ήταν κάποτε.

Είναι θαυμάσιο να διαβάσει κανείς, στη Wikipedia ή αλλού , με τι τρόπο μεταμορφώθηκε σιγά-σιγά η αντίληψη του Hergé, χάρη στη θαυμαστή συνδρομή και συντροφιά κάποιου φοιτητή, ονόματι Chang Chong-ren, ο οποίος ανέλαβε την ευθύνη να βοηθήσει στην πιστότερη περιγραφή της σύγχρονης Κίνας, αλλά κατέληξε να κάνει τον Georges Remi άνθρωπο. Και τα κατάφερε, μάλιστα, με άριστα αποτελέσματα, ώστε αν θέλει να κατηγορήσει κανείς σήμερα τον Τεντέν για ρατσισμό θα πρέπει να το κάνει μόνο στη βάση της προκατάληψης, ως κοινό ανθρώπινο ελάττωμα και όχι ως ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ενός άριου Hergé. Οι προκαταλήψεις ήσσονος ή μείζονος σημασίας ταλανίζουν κάθε άνθρωπο ανεξαιρέτως κι εγώ προσωπικά δεν έχω γνωρίσει αναμάρτητο. Δε χρειάζεται να 'ναι κανείς χρυσαύγουλος για να στοιχειοθετηθεί κατηγορία. Κάθε φορά που τσουβαλιάζει κανείς οποιαδήποτε κοινωνική ή άλλη ομάδα, είτε λέγονται ταξιτζήδες, είτε λέγονται δεξιοί, είτε λέγονται δημόσιοι υπάλληλοι, είναι ένα βήμα από την κόλαση. Κι η υπεράσπιση δεν έχει καταθέσει ακόμα τα όπλα της, γιατί καθώς λέει ο λαός μας : άμα δεν το 'χει η γκλάβα σου. Έτσι είναι δέον ν' αποδώσουμε τα εύσημα όχι μόνο στον Τσανγκτσόνγκ, μα και στον ίδιο τον Remi. Γιατί ο άνθρωπος δεν παρέμεινε κούτσουρο και ξύλο απελέκητο - όπως ο τυπικός ρατσίστας - αλλά μεταλλάχτηκε κι αναμορφώθηκε κι άνοιξε που λέμε ο νους του, ρε παιδί μου. Κι έτσι κάθε μομφή απέναντι στο πρόσωπό του, δεκτή ή εξετάσιμη, θα πρέπει να γίνεται στο πλαίσιο ενός ανθρώπου υπό αφύπνιση (στάδιο στο οποίο όλοι διάγουμε, στο κάτω-κάτω) και όχι σ' εκείνο μιας παγιωμένης προσωπικότητας, καταδικαστέας ή οσίας. Αλλά μαζί με το μυαλό του άνοιξε και το χέρι του, λένε οι ειδικοί Τεντενολόγοι, καθόσον ο Τσατσόνγκ επηρέασε και τη σχεδιαστική γραμμή του καλλιτέχνη κι έφερε μεγάλη ευθύνη προς την κατεύθυνση της «καθαρής γραμμής». Παρότι Κινέζος Φου-Μαντσού κι έτσι, πρέπει να 'ταν υπέροχος άνθρωπος ετούτος ο Τσατσόνγκ και στάθηκε πραγματική ευλογία η συνάντηση αυτή με τον Hergé. Τόσο για τον τελευταίο, όσο και για μας που έχουμε να τον απολαμβάνουμε, σε κάθε ηλικία, μέχρι να ψοφήσουμε να πάμε στο διάολο, να ησυχάσουμε.

[ Συνεχίζεται ... ]

No comments:

Post a Comment