Saturday, July 23, 2022

Βασιλιάς Σκρουτζ ο Άλφα δίστονο

Προχθές, έπιασα να σιδερώσω κάτι ατυχήσαντα ΚΟΜΙΞ -μεγάλη ιστορία- κι όπως πάλευα με την τσάκιση του γιακά «βασιλιάς… Σκρουτζ… » μού ‘ρθε φλασιά, που λέει κι ο λαός. Mα τούτο ‘δω το χαμένο, το διάβαζα πριν κάτι μήνες στην τουαλέτα κι ήταν σε άριστη κατάσταση (και πριν αλλά και μετά την τουαλέτα). Πώς διάλο μαράζωσε έτσι το κατακαημένο, πώς γίνηκε μπουγελωμένο και κοτλέ;; Τώρα, τούτο το «πώς» δεν πρόκειται να μας απασχολήσει σήμερα, γιατί μόνον ο Θεός κι ο ένοχος γνωρίζει την αλήθεια και ο Θεός σίγουρα δεν ασχολείται με τα κόμικ(ς) μου. Πίσω τώρα στο θείο Σκρουτζ, δεν πέρασε πολύ ώρα (γιατί είμαι κι εξαιρετικά ευφυής, εκτός των άλλων), μέχρι να συνειδητοποιήσω τη συναρπαστική πραγματικότητα (τετριμμένη γνώση, φαντάζομαι, για τους ψαγμένους): υπάρχουν δύο Βασιλιάδες Σκρουτζ, άρα δύο ξεχωριστά τεύχη, τα οποία πολτοποίησε απλά η λήθη! Ένας Πρωτόπρωτος βασιλιάς κι ένας Δευτερόπρωτος, που για να τους ξεχωρίζει ο Τερζόπουλος βαφτίσε τον πρώτο «Πρώτο» και το άλλονε «Α΄», αλλά επειδή Τερζόπουλος ήταν αυτός κι όχι παίξε-γέλασε τον Πρώτο-πρώτο Σκρουτζ στο εξώφυλλο πάλι «Α΄» τον έχει! Κοίτα να δεις τι μαθαίνει, κανείς σιδερώνοντας! Μιλάμε, λοιπόν,, για δύο ξεχωριστά εγχειρήματα, ένα του Strobl το ’67 (ΚΟΜΙΞ #138) κι ένα του Jippes (ΚΟΜΙΞ #282) 40 χρόνια αργότερα! Αλλά τούτα είναι τετριμμένα κι εγκυκλοπαιδικά και μπορεί να τα διαβάσει κανείς σ’ οποιονδήποτε τσελεμεντέ της Ντίσνεϋ. Εμείς όμως, ως γνωστόν, απεχθανόμαστε τις αναπαραγωγές, είμαστε εραστές εκείνου του προσωπικού στοιχείου που έχει καθένας και καθεμία να προσφέρει (ας είναι και ανοησία), του ειλικρινούς ανακατώματος που φέρνει κάθε διαφορετική ιδιοσυγκρασία.

Φυσικά, η πρώτη και ακαταμάχητη επιθυμία είναι να πιάσει κανείς και να συγκρίνει τους δύο δημιουργούς μεταξύ τους, κάτι που θα επιχειρήσουμε αναφανδόν πιο κάτω. Δε θα του πάρει περισσότερο από τρία δευτερόλεπτα, ώσπου να καταλάβει πως οι δύο ιστορίες είναι σουρεαλιστικά πανομοιότυπες! Ρε μιλάμε για καρμπόν! Το στήσιμο των καρέ, η διάταξή τους στη σελίδα, τα πάντα όλα!! What the duck!? Η πρώτη μου αντίδραση προτού ξεφυλλίσω το τεύχος, δηλαδή συλλαβίζοντας απλά τον τίτλο, ήταν πως πρόκειται για κάποιας μορφής επετειακό αναμάσημα (αλλά ευτυχώς, γλιτώσαμε από τούτο το δαίμονα της ξεπέτας). Αλλά τώρα τι; Μήπως γύρευε ο Γίππες ν’ αποτίσει φόρο τιμής στον Στρομπλ, για κάποιο λόγο που μου διέφευγε; Ούτε κι αυτό, αλλά στο λογισμό μου έβαζε διαρκώς τρικλοποδιά ο άστοχος (αλλά παρόλα αυτά ορθός) υπότιτλος του εξώφυλλου: Το τελευταίο σενάριο του Καρλ Μπαρκς.

Γιατί όταν ο άλλος σου λέει «σενάριο», εσύ φαντάζεσαι αυτό ακριβώς: ένα σενάριο. Κι άμα σου λεει «ακετυλοσαλικυλικό οξύ» ή «κουράδα» φαντάζεσαι τα αντίστοιχα προϊόντα, αναλόγως. Αλλά εδώ δε μιλάμε για απλό σενάριο του Μπαρκς, που απλά πάτησε πάνω του ο Στρομπλ για ν’ αυτοσχεδιάσει. Δε μιλάμε ούτε καν για «πρωτόλειο storyboard» -όπως αναφέρεται στο συνοδευτικό άρθρο του τεύχους- αλλά για μία ιστορία πανέτοιμη και πλήρη από κάθε άποψη, όπως φαίνεται καθαρά εδώ . Για storyboard μιλάμε, συνήθως, στο στάδιο που στήνουμε μια αφήγηση κι ακόμη πειραματιζόμαστε, μουτζουρώνουμε, βάζουμε βελάκια, δηλώνουμε τις προθέσεις μας σε αδρές γραμμές, χτίζουμε τέλος πάντων μια εποπτεία και όλα αυτά τα χαριτωμένα. Τα σχέδια που μας άφησε παρακαταθήκη ο Μπαρκς, ωστόσο, δε χρειάζονται την παραμικρή παρέμβαση, παρά μόνο να πιάσει ο άλλος/άλλη το μολύβι και να «ξεπατικώσει» το δημιουργό με καθαρή γραμμή. Αυτό, σε καμία περίπτωση, δεν το παρουσιάζεις απλά ως «σενάριο» ή «storyboard». Για να 'μαστε ειλικρινείς, το μόνο που χρειάζεται να δουλέψει κανείς είναι οι εκφράσεις των παπιών. Τέλος πάντων, ούτε ο Στρομπλ τελικά αυτοσχεδίασε, ούτε ο Γίππες αντέγραψε τον Στρομπλ για τον ψι ή ζεντ λόγο, αλλά ίσα-ίσα και οι δύο υποκλίθηκαν με σεβασμό στον προγενέστερο δάσκαλο που τους προετοίμασε το δρόμο με μαγεία και μεράκι.

* * *

Δε χρειάζεται, τώρα, να συγκρίνει κανείς/καμία παρά μόλις λίγες σελίδες, ώσπου να διαπιστώσει ότι ο Στρομπλ κάνει διάφορες κουτσουκέλες, ο Γίππες ωστόσο δεν αποκλίνει στο παραμικρό από το αρχικό στήσιμο του θείου Καρλ. Προοπτική, αναλογίες, αποστάσεις ... ο Γίππες επιτυγχάνει ένα μικρό θαύμα τιμής και γίνεται για λίγο Μπαρκς. Εδώ, δε χρειάζεται ούτε να αναζητήσουμε, ούτε να κρίνουμε άλλες ιδιότητες του κομίστα -αφού δανείζεται όλα τα υπόλοιπα στοιχεία έτοιμα- παρά μόνο το ισχυρό πενάκι του. Ο Γίππες -το ξέραμε ήδη- κατέχει ένα σπάνιο ταλέντο. Δεν είναι μέτριος προς καλός, ούτε ζορίζεσαι να του φερθείς ευγενικά για να μην τον πάρει ο διάολος, δεν είναι ας πούμε ένας άλλος Freddy Milton, ούτε οι αδελφοί Χέυμανς. Είναι απλά τεράστιος και άνετος. Τα παπιά του είναι ευλύγιστα κι εκφραστικά, είναι ζωντανά και γεμάτα σφρίγος, οι ματιές, οι κινήσεις τους φανερώνουν κάποιον εσωτερικό κόσμο και δεν εξαντλούνται στο επίπεδο του τυπωμένου χαρτιού, τα σχέδιά του είναι συμμετρικά και συνεπή. Η δουλειά του Γίππες είναι κατά κάποιον τρόπο υπεράνω κριτικής, ώστε αν χρειαζόταν να κρίνει κανείς κάτι θα ήταν αναγκασμένος να προσπεράσει τον ίδιο και να μιλήσει για καθαυτόν τον Μπαρκς ή, έστω, για τις εκδοτικές επιχειρήσεις σαν παρεμβαίνουν με τον άλφα ή βήτα τρόπο.

Τώρα θα πει κανείς ότι αποδίδοντας όλες αυτές τις αρετές στον Γίππες, υπονοώ ότι τις στερείται αντιδιαμετρικά ο Στρομπλ, αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια. Καταρχάς, ο Στρομπλ παρεκλίνει ελαφρά στην προσέγγισή του. Όχι τίποτε σοβαρά πράματα, πταίσματα. Από αισθητική άποψη, η δουλειά του φαίνεται περισσότερο ναΐφ και στατική, αλλά τούτο μόνο με μια πρόχειρη κι επιπόλαιη ματιά. Αν επιμείνει και συγκρίνει κανείς καρέ-καρέ τους δύο δημιουργούς (ενν. Στρομπλ-Γίππες) γίνεται όλο και πιο δύσκολο να εκφράσει με σαφήνεια τον ακριβή τρόπο με τον οποίο φανερώνεται αυτή η διάσταση, με ποια τεχνική ή καλλιτεχνική επιλογή εκδηλώνεται το χαρακτηριστικό της στατικότητας (ή άλλο) και με ποιαν αποκρύπεται. Παρακάτω θα επιχειρήσω μερικές παρατηρήσεις, αλλά σε καμία περίπτωση δε πρέπει τούτα τα ληφθούν ως τετελεσμένα ή ως κανόνας. Όπως θα δούμε, τα περισσότερα στοιχεία στα οποία θ' αναφερθούμε δεν τηρούνται απαρέγκλιτα κι ως εκ τούτου θα πρέπει να αναζητήσουμε το τελικό μας αίσθημα στο σωρευτικό τους αποτέλεσμα μάλλον, παρά στη δράση καθενός από αυτά ξεχωριστά.

Να τολμήσω και μιαν υπόθεση, την οποία βαριέμαι τώρα να διασταυρώσω, πως δηλαδή οι άνθρωποι που δεν ήταν πάντα καθαροί κομίστες, αλλά πέρασαν νωρίτερα από το χώρο του animation τείνουν να δημιουργούν περισσότερο λιτά κι απέριττα πλάνα, εστιασμένα μόνο στα ελάχιστα εκείνα στοιχεία που προωθούν τη δράση. Στο βαθμό που τούτο έχει κάποια βάση, μας υποχρεώνει να παραδεχτούμε ότι η σωστή οικονομία του καρέ είναι κι αυτή με τη σειρά της ένα ξεχωριστό ταλέντο -έχοντας πάντα ως μέτρο το είδος του κόμικ που υπηρετείται (θα ήταν αδύνατον, ας πούμε, να φανταστούμε έναν Αχιλλέα Ταλόν στερημένο απ' όλα εκείνα τα πικάντικά που πλαισιώνουν τη δράση και φορτώνουν τα πλάνα του Greg). Ως εκ τούτου, αν συγκρίνουμε τα δύο καρέ από την αγορά της Βαγδάρτης (και το γεγονός ότι ο Γίππες αντιγράφει πιστά τον Μπαρκς) ποιο μέτρο θα διαλέξουμε για σύγκριση; Γιατί αν διαλέξουμε την αισθητική απόλαυση πρέπει να ομολογήσουμε ότι η τέχνη του Γίππες χορταίνει αναντίρρητα το μάτι, αν όμως διαλέξουμε την αισθητική οικονομία τότε πρέπει να παραδεχτούμε ότι η απλότητα του Στρομπλ δεν προδίδει στο παραμικρό το αίσθημα εκείνο, το οποίο καλείται να καλλιεργήσει η πλοκή. Άσε που παραδίδει και γρηγορότερα στον εκδότη.

Φυσικά κι υπάρχει αντίλογος και θα μπορουσα ν' ανταλλάζω επιχειρήματα, αυνανιζόμενος με τον εαυτό μου, μέχρι τα ξημερώματα. Ο Γίππες, με την πλούσια γραμμή του, αναγκάζει το μάτι για λίγο να σταθεί, να συνειδητοποιήσει πού βρίσκεται, να χορτάσει τούτο το ταξίδι στο παρελθόν. Αντίθετα, η απλότητα του Στρομπλ δε σ' αφήνει να ξεχάσεις πως πρόκειται για μια παρένθεση, μια διήγηση, η αληθινή δράση εκτυλίσσεται αιώνες αργότερα γι' αυτό δεν πρέπει να σταθείς εδώ περισσότερο απ' όσο χρειάζεται, δεν είναι ένας κόσμος που πρέπει να χορτάσεις. Από την άλλη, θα μπορούσε ν' αντιγυρίσει κανείς, ο Μπαρκς έδωσε στα προσχέδιά του σαφείς οδηγίες για την ακριβή περιγραφή της εποχής, παραπέμποντας σε κάποιο αντίστοιχο τεύχος του National Geographic, που σημαίνει πως ζητούσε εμμέσως-άμεσα να χτίσει με ευθύνη ένα αίσθημα στην καρδιά του αναγνώστη/στριας κι όχι να υποτάξει τα πάντα στην ροή της πλοκής. Στο κάτω-κάτω, η μελαγχολία μιας ανάμνησης αποτελεί ζωτικό στοιχείο της ατμόσφαιρας τούτης της διήγησης. Όπως το 'πα. Θα μπορούσα να συνεχίσω μέχρι τα ξημερώματα, μ' ετούτο το μπαλάκι.

Ωστόσο, πριν φτάσουμε σ' αυτά τα εξειδικευμένα, ας πάμε να κουτσομπολέψουμε -έτσι για τη χαρά του κουτσομπολιού- συγκρίνοντας ολόκληρη την πρώτη σελίδα σε καθεμία από τις τρεις εκδοχές, να τις φχαριστηθούμε, γιατί φυσικά δεν υπάρχει περίπτωση να πιάσουμε όλο το κόμικ σελίδα-σελίδα ...

Uncle Barks VS Strobl
Uncle Barks VS Daan Jippes

Λοιπόν, πείτε μου την αλήθεια, το πρώτο που σκεφτήκατε δεν είναι το πόσο πιστότερος είναι ο Γίππες στο θείο Μπαρκς;; Στο πρώτο καρέ, οι βασιβουζούκοι πίσω απ' την πόρτα είναι όντως τρεις, στο δεύτερο καρέ η παπιο-οικογένεια βρίσκεται στην απόσταση που τη θέλει ο Μπαρκς κι ούτε μέτρο πλησιέστερα, στα καρέ 3 και 4 τ' ανηψάκια αριθμούνται χωρίς τις εκπτώσεις του Στρομπλ. Θα τολμούσαμε ίσως κι ετούτη την υπόθεση: ο Γίππες το 2007 προσπαθεί όντως ν' αποδώσει φόρο τιμής σε έναν άνθρωπο, του οποίου η φήμη έχει (όχι αναίτια) γιγαντωθεί με το χρόνο, κι ως εκ τούτου υποκλίνεται με όποιον τρόπο μπορεί να φανταστεί στην κληρονομιά που του παραδίδεται. Από την άλλη, ο Στρομπλ το '67 δεν είναι παρά ένας απλός διεκπεραιωτής, ένας επαγγελματίας που πρέπει να γεμίσει ένα ακόμα τεύχος, ακολουθώντας απλά το σενάριο του προκατόχου του. Πόσοι άνθρωποι στον κόσμο, την εποχή εκείνη, γνώριζαν ποιος διάολο είναι ο Μπάρκς (κι ο πάσα ένας) κι από πού κρατά η σκούφια του; Στην Ελλάδα, χρειάστηκε να περιμένουμε ίσαμε το 1988 (ΚΟΜΙΞ #1) για να καταλάβουμε ποιος κρυβόταν πίσω απ' όλες αυτές τις υπέροχες ιστορίες που μας συντρόφευαν στα παιδικάτα μας. Άλλη εποχή, λοιπόν, άλλη αντιμετώπιση. Αλλά μην το πάμε και πολύ μακριά: φανταστείτε ν' απέδιδαν στον... Φρέντυ Μίλτον ετούτη την τιμή, να φέρει δηλαδή εις πέρας τούτο το «τελευταίο» σενάριο του θείου Καρλ!! Ε; για φανταστείτε!! Τι ακούω, λεει;; Δε θέλετε ούτε να το φανταστείτε!; Δειλοί!!

Μέσα σ' όλα ετούτα, εδώ κι εκεί, ξεπετάγονται και μερικές χαζοχαρούμενες απορίες, αλλά δεν παύουν να είναι απορίες. Για παράδειγμα, τι ζόρι τραβούσε ο/η του lettering και άλλαξε το «μέντιουμ και καφετζούδες» σε «καφετζούδες και μέντιουμ»; Ποια είναι η προτεινόμενη φροϋδική εξήγηση; Ή πάλι γιατί στην εκδοχή του Στρομπλ είναι bold όλη η έκφραση «μάντης απ' την Ανατολή», ενώ στην άλλη του Γίππες μόνο τα «μάντης» και «μοίρα»; Εύκολο, θα μας πει κανείς: έτσι ακριβώς είναι υπογραμμισμένα από τον ίδιο τον Μπαρκς. Ωραία θα του αντιγυρίσουμε, τότε γιατί στο τέταρτο καρέ είναι bold ο «απατεώνας» και όχι το «αποδεικνύει»;; Μήπως γιατί ζούμε στην Ελλάδα και το πρώτο μας είναι προσφιλέστερο; Κι ακολουθούν ακόμα περισσότερα κουλουβάχατα. Για παράδειγμα, από την πρώτη σελίδα (αλλά κι άλλες αφορμές) ψυχανεμιζόμαστε πως στην δεύτερη εκδοχή (του Γίππες) ο μεταφραστής προσπαθεί να είναι πιστότερος στο πρωτότυπο κείμενο και μπράβο του παιδιού. Ωραία! Αλλά τότε πως εξηγείται πως στην εικοστή σελίδα αφαιρείται η φράση «Μπορείς να γυρίσεις πίσω στο 1967», μαζί με την υποσημείωση, τα οποία πολύ ορθά υπήρχαν στο #138 (εφόσον έτσι τα έγραψε κι ο Μπαρκς) αλλά στο #282 έγινε «Τώρα μπορείς να επιστρέψεις στο σήμερα»;; Δηλαδή; ποιο σήμερα; το σήμερα του 2011 όταν εκδόθηκε το τεύχος ή το σήμερα του 2022 που το ξαναδιαβάζω;; Τι βλακείες είναι αυτές; Λες και το αναγνωστικό κοινό του 2011 ήταν χαζό και θ' αδυνατούσε να παρακολουθήσει τη συλλογιστική του 1999. Να στάξω το φαρμάκι μου; Το ερώτημα είναι ρητορικό. Μάλλον το 2011 το ΚΟΜΙΞ είχε ήδη μεταθέσει το κέντρο βάρους από τη συλλεκτικότητα που κάποτε πρέσβευε, στην αηδιαστική εμπορικότητα που αντιπροσώπευε πλέον και το Μικρό Μίκυ. Προφανώς, γύρευαν οι Τερζοπουλαίοι να «πιάσουν» και το μικρότερο εκείνο ηλικιακά κοινό που δεν καταλάβαινε από στόχους ή τέτοια κι απλά χάζευε τις εικόνες. Τι να σκας, τώρα, να τους εξηγείς ποιος ήταν ο Μπαρκς και πως υπήρχε πράγματι ένα έτος, κάποτε, που το 'λεγαν 1967.

Μια που πιάσαμε, λοιπόν, τις κριτικές ας το πάμε μέχρι τέρμα ...

Παρατήρηση #1

Κι όμως, τα παπιά του Στρομπλ πάσχουν από νευροκαβαλίκεμα. Ίσως, τούτος να ‘ναι κι ένας απ’ τους λόγους που κινησιολογικά δίνουν την εντύπωση του στατικού. Ο Γίππες δε διστάζει να μας δείξει την καραφλά καθενός ανφάς. Ο Στρομπλ παλεύει, σώνει και καλά, να φαίνεται κάθε φορά ένα τουλάχιστον μάτι, ακόμη και με γυρισμένη πλάτη. Τα παπιά του λες και φοβούνται να γυρίσουν το κεφάλι εντελώς, μήπως αν χάσουν απ' το μάτι τους τον αναγνώστη αυτός θα βαρεθεί και θα φύγει. Κανείς δε θα μάθει ποτέ από ποιο ψυχιατρικό ή αντιληπτικό υπόβαθρο πηγάζει η τακτική ετούτη. Αυτό στο οποίο δεν πρέπει να παρασυρθεί, ωστόσο ο βιαστικός αναγνώστης, είναι να το εντάξει στα συγκριτικά μειονεκτήματα του καλλιτέχνη. Ίσα-ίσα, είναι ένα από εκείνα τα χαρακτηριστικά που επικυρώνει την μοναδικότητα του ύφους και της ιδιοσυγκρασίας. Τέχνη υψηλή ή χαμηλή, πάντοτε τέχνη, δε θα πρέπει να κρίνεται με μέτρο την πραγματικότητα, αλλά ακριβώς το αντίθετο: θα πρέπει να κρίνεται με μέτρο την ποιότητα αλλοίωσής της.

Λίγο ακόμα και τ' ανηψάκια του Στρομπλ θα μπορούν να δουν τ' αυτιά τους.

Παρατήρηση #2

Συνεχίζοντας στο ίδιο ορθοπαιδικό πλαίσιο, οι φιγούρες του Στρομπλ μοιάζουν -πολύ περισσότερο κι απ' το νευροκαβαλίκεμα- σα να ‘χουν καταπιεί στέκα. Αν κάνεις το «λάθος» να τις βάλεις δίπλα-δίπλα σ’ εκείνες του Γίππες, το λιγότερο θα τους γράψεις παραπεμπτικό για μαγνητική. Ετούτο το αφηρημένο αίσθημα κινητικής ακαμψίας, σε συνάρτηση με τα προηγούμενα, ενισχύει πιθανότατα αυτό το αίσθημα της στατικότητας, το οποίο αποδίδεται συχνά στον Στρομπλ. Ανεφαλαιώνοντας, λοιπόν, θεωρώ πως ο τελευταίος ισχυρισμός έχει κάποια βάση και μάλλον δικαίως αποδίδεται στον καλλιτέχνη, δίχως ωστόσο αυτό να τον καλουπώνει 100%. Σκιαγραφεί ωστόσο χαρακτηριστικά κάποιες σημαντικές υφολογικές του ροπές.


Παρατήρηση #3
 
Το παρακάτω, ωστόσο, έχουμε περισσότερα δικαίωματα να το εντάξουμε στα μειονεκτήματα: ο Στρομπλ παρουσιάζει μια διαρκή αστοχία να τοποθετήσει μια ολόκληρη φιγούρα μες στο πλάνο. Λίγο το πόδι, λίγο ένα χέρι, λίγο ο μισός κώλος, πάντα κάτι βρίσκεται μισοφαγωμένο, κάτι θ’ απορρίπτεται στα αζήτητα του κομιξικού υπερπέραν. Το συνοδευτικό αρθράκι του ΚΟΜΙΞ #138 που μας μεταφέρει λίγη από τη γκρίνια του Στρομπλ για ορισμένους σεναριογράφους, μας προκαλεί να του απαντήσουμε. «Τοποθετούν» λέει «σε ένα μόνο καρέ τρία ή τέσσερα πρόσωπα που μιλάνε, συν ένα κοπάδι από άλλα έξι ή οκτώ πρόσωπα. Σπανίως σου αφήνουν χώρο να σχεδιάσεις». Γνώμη μας ότι εδώ ο Στρομπλ στέκεται άδικος, έτσι όπως πάσχει από δομική αχωρεσιά. Και δυο φιγούρες να τον βάλεις να σχεδιάσει σε καρέ Α3 και πάλι θα τα καταφέρει να χάσει τη μισή, όπως παρακάτω.
 
Παρατήρηση #4
 
Κάπου το λέει ωραία, στο ίδιο άρθρο του ΚΟΜΙΞ: οι φυσιογνωμίες του Στρομπλ διακατέχονται από μια στωική αταραξία, ακόμα και στις πιο κρίσιμες στιγμές. Είναι όμως αλήθεια; Είναι οι φιγούρες του Γίππες ζωτικότερες κι αν ναι πως τα καταφέρνει ο ένας ή αποτυγχάνει ο άλλος; Θα πρέπει πριν απ’ όλα να παραδεχτούμε ότι ο Στρομπλ δεν αποφεύγει εκτροχιασμούς από τη συνταγή του θείου Καρλ, όταν του φαίνεται προτιμότερο. Ο Στρομπλ υπηρετεί περισσότερο την ιστορία όπως την αισθάνεται, ο Γίππες υπηρετεί περισσότερο τον Μπαρκς. Έτσι, αντίθετα απ’ ότι θα περίμενε κανείς, υπάρχουν καρέ, όπως φαίνεται παρακάτω, όπου ο Σκρουτζ σφραγίζει με μανία και μαχητικότητα την πύλη του θησαυρού, κατί που προσωπικά μου φαίνεται περισσότερο ταιριαστό από τη φοβισμένη παθητικότητα του Μπαρκς, την οποία «αντιγράφει» με τη σειρά του ο Γίππες. Πάει να πει, όταν θέλει ο Στρομπλ αποκτά ενέργεια και πάθος, όταν οι άλλοι παραμένουν μετριοπαθείς. Αλλά και πιο κάτω, όταν ο Σκρουτζ, πιασμένος κορόιδο, αγωνιά τουλάχιστον για τη μοίρα της πόλης του, η έκφραση ανησυχίας που επιλέγει ο Στρομπλ κερδίζει την ψήφο μου, σε σχέση με τη μαγκιά κλανιά η οποία φαντάζει  παράφωνη, για κάποιον που μόλις συνειδητοποίησε την ήττα του. Αν, λοιπόν, επικεντρωθεί κανείς στα σημεία, αλλού χάνει ο Στρομπλ κι αλλού κερδίζει, παρότι γενικά οι φυσιογνωμίες του έχουν όντως μια αφηρημένα γελαδίσια διάσταση, αφήνοντας (ίσως όχι αδικαιολόγητα) μια επίγευση περισσότερο μονοδιάστατη απ' όση πραγματικά αναλογεί στον δημιουργό.



Παρατήρηση #5

Για να μην αφήσουμε και τον Γίππες στο απυρόβλητο, έτσι για την τήρηση κάποιων τύπων και ισορροπιών, πιάνει ο μάστορας το πινέλο με το μελάνι (στο βαθμό που το κάνει ο ίδιος) κι ώρες-ώρες του γαμά τη μάνα, που λέει και πάλι ο λαός μας (γιατί εγώ δε μιλάω μ’ αυτόν τον τρόπο). Κι έτσι, ενώ (βλ. παρακάτω) από τη μία πετυχαίνει σκάλες ανώτερη ακτίνωση στον ουρανό, σε σχέση με τον τσαπατσούλη Στρομπλ, από την άλλη δίνει (κυριολεκτικά) μια στον κουβά με το μελάνι και τα κάνει όλα μαντάρα, υποβιβάζοντας ανεπανόρθωτα τούτο το -υποτίθεται- επικό πανόραμα της ερήμου σε μια μουτζούρα και μισή. Βάζω στοίχημα δυο μπύρες πως το φόρτωσε στο βοηθό του Παρασκευή απόγευμα κι εκείνος την κοπάνησε για το εξοχικό του.

Κι όμως, ο Γίππες είναι ο κάτου!

Να, πιο κάτω, άλλη μια μικρή λεπτομέρεια που προσέχει ο Στρομπλ και μ' αρέσει. Το μελανωμένο πίσω βέλος δίνει πολύ άμεσα και κομιξικά την αίσθηση του βάθους, πολύ καλύτερα -κατά τη γνώμη μου- απ' την επίπεδη επανάληψη του Γίππες. Λεπτομέρεια, θα μου πεις, ναι, αλλά πολύ γλυκιά λεπτομέρεια.

Παρατήρηση #6

Ε, να μην αφήσουμε και το ΚΟΜΙΞ παραπονεμένο! Από τότε που οι οργιώδεις γραφίστες του Τερζόπουλου ανακάλυψαν το Gradient Tool το ‘καναν μεταμόσχευση στο δεξί ημισφαίριο του εγκεφάλου τους και πάθαιναν σύνδρομο στέρησης άμα περνούσαν λίγα λεπτά χωρίς να πασαλείψουν και καμιά δεκαριά καρέ. Αυτό το (πράγματι) τόσο ισχυρό εργαλείο έγινε στα χέρια τους ότι και του τσουτσούνι στα χέρια του αυνάνα, που δεν ξέρει πότε είναι η κατάλληλη ώρα να το πιάσει και πότε να το αφήσει. Το αποτέλεσμα; ένα απίστευτα κουραστικό -να το πούμε αδόκιμα- αιθέρωμα, μια ομιχλώδης βαρετή ομοιομορφία, όπου καμία απόχρωση δεν πατάει γερά στο χαρτί, μ' αντιθέτως είναι όλες βγαλμένες απ’ τον κόσμο του ονείρου. Για μια τόσο σημαντική δουλειά, για μία ακόμη φορά, επιλέχθηκαν απλοί διεκπεραιωτές γραφίστες, παρά άνθρωποι με ουσιαστικό αισθητικό κριτήριο, με αγάπη για το κόμικ και την ιστορία του, με επίγνωση της ευθύνης τους. Ο χρωματισμός αυτής της «σχολής» δεν είναι καν καλλιτεχνική πρόταση για τον απλό λόγο πως εφαρμόζεται αδιακρίτως χωρίς σκοπό (άλλον απ’ τον εντυπωσιασμό) κι όχι με κάποιο αισθητικό ζύγισμα, μιαν επιμέλεια, κάποια περίσκεψη.

Άντε να παραδεχτώ πως είναι μια αισθητική πρόταση. Απλά δε συμφωνώ!

Χιλιάδες φορές ανώτεροι οι επίπεδοι χρωματισμοί της κομιξικής αρχαιότητας, οι οποίοι τουλάχιστον τιμούσαν το καθαρό σχέδιο του ντισνεϊκού κόσμου, χιλιάδες φορές ανώτερες ακόμα κι εκείνες οι οικονομικές εναλλαγές μεταξύ έγχρωμων κι ασπρόμαυρων δισέλιδων, οι οποίες πλούτιζαν την αντίληψη με εναλλακτικά αισθητικά κριτήρια. Αλλά ορίστε (βλ. επόμενη εικόνα) μια ουσιαστική αντιπρόταση από την το περιοδικό UNCLE SCROOGE #345, η οποία -ασχέτως αν σας αρέσει ή όχι το αποτέλεσμα- αποτελεί ωστόσο άποψη και όχι χωριατιά. Αποτελεί άποψη καθώς η χρήση των χρωματικών εργαλείων ζυγίζεται ως προς το τι εξυπηρετεί, πώς το εξυπηρετεί και πότε. Για παράδειγμα, η σκίαση της άμμου δε γίνεται με ένα ξερό, μονοκόμματο gradient, παρά υπολογίζεται επιμελώς το σχήμα της παρέμβασης, ώστε να τονιστεί όχι απλά ένα αόριστο βάθος, αλλά η στερεά φύση και το σχήμα της θίνας. Δεν είναι δα και τίποτα πυρηνική φυσική! Για τον ουρανό πάλι -απρόσμενη έκπληξη- δεν επιλέγεται εμμονικά το γαλάζιο και ξανά το γαλάζιο, αλλά ενίοτε και το βαθύ του δειλινού, ώστε ο μάγκας ή μάγκισσα που ανέλαβε τούτο το έργο, πέτυχε να διαχωρίσει και χρωματικά τους δύο κόσμους, το σύγχρονο απ’ τον αλλοτινό. Εξαιρετικό τόλμημα κι από Δευτέρα αναλαμβάνει το απουσιολόγιο. Παρατηρήστε ακόμη συνολικά την σελίδα, με πόση οικονομία γίνεται χρήση του gradient ώστε να επιτευχθεί ένα πλούτισμα ίσα-ίσα, ώστε να συνιστά ακριβώς πλούτο και όχι το πασάλειμμα του αρχοντοχωριάτη! Προσέξτε, ακόμη, πόσο όμορφα αναδεικνύονται οι περσικές τιάρες με το διπλό χρωματισμό, παρά μ’ εκείνο το σκοτεινό μουτζούριασμα στο ΚΟΜΙΞ #138.

 
Στην εκδοχή, βέβαια, του Γίππες δε συμβαίνουν αυτά τα χάλια. Το πιθανότερο γιατί τα έστειλαν από την Ολλανδία έτοιμα, αφού κατάλαβαν με τι ερασιτέχνες είχαν να κάνουν αλλού. Και στην αντίστοιχη έκδοση του γαλλικού PICSOU συναντάμε τους ίδιους ακριβώς χρωματισμούς, γεγονός που ενισχύει την άποψη τούτη, πως δηλαδή δεν αφέθηκαν περιθώρια για παρεμβάσεις στους μεσάζοντες.

Καιρό είχαμε να τα πούμε και μάλλον καιρό θα ξανακάνουμε, αλλά προς το παρόν αυτά! Καλό καλοκαίρι σε όλες και όλους!! :)


Thursday, June 6, 2019

Το Μυστήριο του Μπλε Λωτού [ Μέρος 2 ]

Στο πρώτο μέρος, ακόμα κι αν δεν είχα ξεπεράσει το όριο των εξακοσίων λέξεων, θα είχα κοπεί πάραυτα διότι κι επειδή, ήδη απ' τον πρόλογο, είμαι 180° εκτός θέματος. Για την ακρίβεια, όλη η ανάρτηση ξεκίνησε ως ένας τεράστιος πρόλογος σ' ένα μυστήριο δίχως μεγάλη σημασία, που ακόμα περιμένουμε να μάθουμε. Κι όμως ετούτο το ασήμαντο μυστήριο στάθηκε η αφορμή να διαβάσουμε και ν' ασχοληθούμε με τόσα ενδιαφέροντα πράματα, που τελικά είναι ν' απορεί κανείς αν υπάρχουν στ' αλήθεια ασήμαντα ζητήματα. Το μυστήριο, ωστόσο, που προοικονομεί ο τίτλος ειν' άλλο παντελώς, απ' τα μυστήρια που θίξαμε προηγούμενως. Διαβάζοντας κανείς το Μπλε Λωτό, φτάνει κάποτε αισίως στη σελίδα 33, όπου ο μικρός ρεπόρτερ έχει βρει καταφύγιο σ' έναν κινηματογράφο και χαζεύει επικαιρότητα. Γιατί τον καιρόν εκείνο που δεν είχε κι η κουτσή Μαρία τηλεόραση - ή κινητό σχεδόν στις ίδιες ίντσες - οι άνθρωποι ενημερώνονταν, βεβαίως και πρωτίστως, από τις εφημερίδες, αλλά παρόλα αυτά τους φύλαγαν κι οι σινεμάδες μια μικρούλα έκπληξη - συνήθως, στην αρχή της ταινίας - με μία ποτ-πουρί επιλογή των σημαντικότερων ειδήσεων [ Newsreel ]. Στην πραγματικότητα, εκεί που χώθηκε ο Τεντέν παιζόταν η ταινία που γύριζε πριν από κάτι τέρμινα ο Ρασταπόπουλος, στα Πούρα του Φαραώ και στη σελίδα δεκαέξι, και την οποία ο μικρός ήρως από παρεξήγηση διέκοψε, προκαλώντας τη μήνιν του τελευταίου αλλά και τη γνωριμία του.

Ο Τεντέν (κι ο Μιλού) στην Αμερική [ Casterman ]

Ρασταπόπουλος VS Τεντέν (και Μιλού) @ Πούρα του Φαραώ [ Casterman ]

Οι Τεντενολόγοι λένε, βέβαια, πως η πρώτη φορά που συναντά ο Τεντέν τον αντιπαθητικό μεγαλομέτοχο δεν είναι στα Πούρα, αλλά νωρίτερα στην Αμερική. Τούτο, ωστόσο, δεν έχει μεγάλη σημασία, καθώς στην Αμερική εμφανίζεται σ' ένα μόνο καρέ, ως ασήμαντος λακές του κώλου, ενώ στα Πούρα ο Τεντέν δε φαίνεται να τον θυμάται διόλου. Τώρα, γύρω από το θέμα τούτο, έχουμε να πούμε και δυο-τρία ψιλά για 'κείνη την αφίσα στην είσοδο του κινηματογράφου, η οποία είναι εν μέρει κρυμμένη απ' τη φιγούρα του Τεντέν, αλλά διαβάζουμε σε δύο σημεία της Wikipedia [1] , [2] πως φέρει τον τίτλο "The Sheik's House». Όμως αυτό δεν είναι με τίποτα σωστό! Είναι απόλυτα ξεκάθαρο - ακόμα και στη γαλλική έκδοση! - πως η τρίτη λέξη ξεκινά ως «Ha» και όχι «Ho». Επομένως, ποιο είναι το σπίτι που ξεκινά στην αγγλική από «Ha»; Το λεξικό δε βοηθά καθόλου. Καινούργιο πάλι μυστήριο και τούτο, όχι όμως τόσο βαθύ και δύσκολο κι επιπλέον σε καμία περίπτωση το μυστήριο γύρω απ' το οποίο θα καταλήξει κάποτε - μετά από ώρες - ετούτη η ανάρτηση. Ετούτο το νέο αίνιγμα απαντήθηκε τάχιστα, με μιαν απλή αναφορά στα πρωτότυπα Πούρα, όπου ο Ρασταπόπουλος λέει στον ήρωα ξεκάθαρα πως η ταινία του τιτλοφορείται «Haine d' Arabe», ον εστί μεθερμηνευόμενον ελληνιστί : Το Μίσος του Άραβα. Κι αν ως προς εκείνο το «d' Arabe» έχω τις αμφιβολίες μου, όσον αφορά δηλαδή στην ορθή απόδοση, αλλά και για να μη χαθούμε στη μετάφραση, το μίσος είναι μίσος και σε καμία περίπτωση το σπίτι, το σεράι ή το τσαρδί κανενός άραβα σεΐχη. Η αλήθεια αποκαλύπτεται με ακτινοβολία 100 watt, κάτι που δεν είναι δα κι ιδιαίτερα εκτυφλωτικό, αλλά φτάνει για τη δουλειά μας : ο σωστός τίτλος δεν είναι παρά «The Sheik's Hate». Το πρώτο μυστήριο τελειώνει εδώ κι εμείς χαμογελούμε με την ευτυχία του παιδιού, που 'μαθε επιτέλους να διαβάζει τ' όνομά του.

Αποκατάσταση σχέσεων Ρασταπόπουλου και Τεντέν
(και Μιλού) @ Πούρα του Φαραώ [ Casterman ]

Το δεύτερο, όμως, μυστήριο είναι εκείνο που με καίει περισσότερο και παραμένει ως τώρα άλυτο, παρά τις κοπιώδεις προσπάθειες που κατέβαλα. Τα υπόλοιπα είναι σκέτες οδοντόκρεμες και sudoku για να περνά η ώρα. Εν τη ρύμη της τεντένειας επικαιρότητας, λοιπόν, μαθαίνουμε για κάποιο ποδηλάτη Honorat, ο οποίος και τερμάτισε πρώτος σε μια διεθνή διοργάνωση. Κάθομαι τώρα - δουλειά δεν είχε ο διάολος - κι αναρωτιέμαι μοναχός μου : ρε συ, λες να ήταν υπαρκτό πρόσωπο, αυτός ο Honorat; Ποιος κάλος τώρα μ' έβαλε να το ψάχνω τούτο, τη στιγμή που μήτε η ταινία του Ρασταπόπουλου που προηγείται γυρίστηκε ποτέ, μήτε η Δημοκρατία της Πολδομολδαχίας ( Poldomoldaque ) που έπεται έχει καμία σύνδεση με τον πραγματικό κόσμο, ένας θεός γνωρίζει. Κάτι μέσα μου αντέδρασε αυθόρμητα, προς τούτη την κατεύθυνση. Ίσως γιατί η βλακώδης ατάκα του Honorat «κέρδισα αλλά την επόμενη φορά θα τα πάω καλύτερα» μου θύμισε κάτι απ' τον πρόεδρο του Εδεσσαϊκού κι απ' τις ασυναρτησίες που πετάει ο κοσμάκης, γενικά, όταν του χώνεις ένα μικρόφωνο στη μούρη. Μου φάνηκε, δηλαδή, πολύ χαζό για να μην είναι αληθινό!

Τώρα, όποιος γυρίζει μυρίζει, λέει μια παροιμία, αλλά το θέμα δεν είναι αν μυρίζεις αλλά τι μυρίζεις ή αν βρωμάει. Ψάξε-ψάξε μπορεί να μην έλυσα το πρόβλημα του Honorat, ανακάλυψα ωστόσο πως δεν είμαι ο πρώτος αργόσχολος στον κόσμο, που προβληματίστηκε μ' αυτή την άχρηστη πληροφορία. Λοιπόν, παρά το γεγονός πως η ατάκα, γενικά, κυκλοφορεί (ή κυκλοφορούσε) σχετικά συχνά για το επίπεδο ασημαντότητάς της, για τον Honorat δεν υπάρχει η παραμικρή πληροφορία. Θα τα 'χα παρατήσει, ήδη απ' την αρχή, αν δεν έπεφτα σε τούτον τον αχαΐρευτο, ο οποίος επιμένει ότι στο Μουσείο του Hergé ισχυρίζονται πως η όλη φάση βασίζεται σ' αληθινή ιστορία. Το Μουσείο του Hergé βρίσκεται κάπου στα βοριο-ανατολικά των Βρυξελών, στην περιοχή Louvain-La-Neuve , δίπλα σ' ένα χωράφι λαχανάκια, και το πρώτο πράγμα που έκανα είναι να τους βρω στο Facebook και να τους στείλω μήνυμα. Αυτό πριν δυο μήνες. Ακόμα περιμένω. Μπορεί να φταίνε τα γαλλικά μου ή μπορεί να 'ναι απλά μαλάκες. Ή μπορεί και ν' ανακάλυψαν πως, τελικά, η όλη φάση δε βασίζεται σ' αληθινή ιστορία και ντρέπονται να μ' απαντήσουν.

Δεν έχω ιδέα από πού ...

Ψάξε-ψάξε κι άλλο πέφτω κάποτε κι εδώ , όπου ο Hergé επαναλαμβάνει το ίδιο ακριβώς περιστατικό, στις περιπέτειες των Jo, Zette et Jocko. Ξεγελιέμαι και νομίζω πως η επανάληψη είναι σημάδι επαλήθευσης, πράγμα που με κάνει να σκυλιάσω και να μου βγάλω τα μάτια μου, σκυμμένος με τις ώρες μπροστά στην οθόνη. Αν αφιέρωνα την ίδια ενέργεια προκειμένου να κερδίσω χρήματα, δε θα 'μουν στο Ταμείο Ανεργίας, κάθε καλοκαίρι. Παρόλα αυτά, τζίφος! Εδώ ο Honorat, εκεί ο Honorat, πουθενά ο ευλογημένος. Για κάποιο λόγο, ωστόσο, η αμήχανη ατάκα του Honorat γίνεται μάλλον αγαπητή κι είναι φανερό ότι ο κόσμος τη χρησιμοποιεί, ώστε να διανθίζει το λόγο του. Παραδείγματα εδώ , εδώ , εδώ κι εδώ . Από τα προηγούμενα γίνεται φανερό πως, πέραν των τεντενόφιλων, ιδιαίτερη χρήση παρουσιάζεται στους ποδηλάτες, οι οποίοι μάλλον δεν ξέρουν απαραίτητα την προέλευσή της. Εννοείται πως έστειλα μήνυμα και σ' έναν από τους προηγούμενους. Ακόμα περιμένω και πάνε δυο μήνες. Ίσως να φταίνε τα γαλλικά μου, ίσως πάλι να 'ναι κι αυτός μαλάκας. Ίσως πάλι να εργάζεται στο Μουσείο του Hergé.

Κάποια στιγμή, καταλήγω σε τούτο το αναπάντεχο forum , όπου ένας θαμώνας αποδίδει τη ρήση σε κάποιον Eddy Merckx. Παίρνω τα πάνω μου, για λίγο ο σφυγμός μου χτυπάει γρηγορότερα. Λεώ νάτο, δε μπορεί, βρήκα επιτέλους ό,τι γύρευα. Να δεις που τούτος ο καθόλα πραγματικός Eddy στάθηκε το καλούπι, προκειμένου να γεννηθεί ο επινοημένος Honorat και σε λίγα κλικ απόσταση κρύβεται η πολυπόθητη απάντηση στις προσευχές μου. Αναζητώ τον Eddy στα κατάστιχα της google : ο άνθρωπος ήταν όντως Βέλγος, ήταν όντως ποδηλάτης, αλλά γεννήθηκε το... 1945, που πάει να πει πως όταν ο Hergé επανασχεδιάζε το Λωτό, ο Eddy κατουρούσε ακόμη το κρεβάτι του. Το πιθανότερο είναι πως ο Merckx διάβασε κάποτε Τεντέν, γούσταρε την ατάκα και την υιοθέτησε, για να κάνει την παρέα να ξεκαρδίζεται και τα κορίτσια να πέφτουνε στην αγκαλιά του. Αδιέξοδο και πάλι κι ίσως για πάντα, καθώς ομολογώ την βαρέθηκα πια την ιστορία αυτή.

Γράφοντας ετούτες τις γραμμές έκανα μερικές τελευταίες προσπάθειες. Η κακή τύχη με οδήγησε σε μία φρούδα ελπίδα, ακόμη : ένα φυλλάδιο μιας κάποιας ραδιοφωνικής απόδοσης του Μπλε Λωτού. Στην τρίτη σελίδα, παρουσιάζεται η διανομή των ρόλων της θεατρικής ομάδας, όπου ένας Pierre-το-κέρατό-του, μέσα σ' όλα αποδίδει και τη φωνή κάποιου Lucien Honorat! Αναθαρρημένος, αλλά κάπως συγκρατημένος μετά τις απανωτές ήττες, βάνω μπροστά την αναζήτηση κι ετούτου του Lucien, αλλά φαντάζομαι μαντέψατε ήδη τ' αποτελέσματα. Αν εξαιρέσεις έναν μαυρούκο από την Αϊτή, στο Facebook, ο οποίος μοιάζει να 'χει βγάλει τη φωτογραφία προφίλ απ' το πουλί του, ο ποδηλάτης Honorat γλιστράει σα Φαντομάς ή σαν το χέλι, από κάθε προσπάθεια αποκάλυψης.

Αν, τώρα, ρωτήσει κανείς σας τι θυμάμαι από το Μπλε Λωτό, τι μου 'κανε περισσότερη εντύπωση βρε αδερφέ, θα είναι τα δύο ετούτα : πρώτον, ότι παρότι ο λωτός είναι μπλε το εξώφυλλο είναι κατακόκκινο και, δεύτερον, πως ψάχνοντας τον Honorat σπατάλησα τόσες ώρες πολύτιμης κι ανεπίστρεπτης ζωής, ώστε αν τις έβαζα κολλητά θα πέθαινα τρεις μέρες αργότερα. Υπερβάλλω, βεβαίως, κι η αξία του Λωτού είναι θέμα για ξεχωριστή συζήτηση. Αλλά λήξ' το επιτέλους, να πάμε καμιά φορά σπίτια μας ...

Το μυστήριο του Μπλε Λωτού [ Μέρος 1ο ]

Εν αρχή ην ο Μίκυς κι ο Ποπάυς. Επίσης, ο Τιραμόλας και ο Σεραφίνος. Άντε και λίγος Μπάγκσυ Μπάννυς. Μετά κατέφτασαν ο Μπλεκ και το Αγόρι, η Βαβούρα και η Περιπέτεια, κάποτε ο Φασόλας. Από τούτους τους διαόλους έβγαζαν, κάθε βδομάδα, το ψωμί τους το ψιλικατζίδικο του κυρ-Τάκη και το περίπτερο δίπλα στο σχολείο. Φυσικά, στη βιβλιοθήκη υπήρχαν, από πάντα καταχωνιασμένα, κι εκείνα τα τεύχη Αστερίξ και Λούκυ Λουκ, Ιζνογκούντ και Σούπερ Λάκυ, από κάποιο καλλιτεχνικό βίτσιο του πατέρα ανεξιχνίαστο. Τον ευχαριστώ για την κληρονομιά αυτή, όπως και γι' άλλες. Ετούτα τα τελευταία, βέβαια, ήταν τα μικυμάους τα «καλά»! Ή, ορθότερα, ετούτα ήτανε «κόμικς» και όλα τ' άλλα «μικυμάου», σωρηδόν. Ίσως, όπως το 'χω ξαναθίξει, γιατί ήτανε κρυμμένα δίπλα στους τόμους της κλασικής λογοτεχνίας και της φιλοσοφίας. Μα ίσως κι όχι! Ακόμα και στ' ακατέργαστα παιδικά μάτια, η πλούσια κι ωριμότερη σχεδιαστική τους γραμμή τα ξεχώριζε, με διαφορά, από τη σχετική φτήνια των εβδομαδιαίων. Όχι πως δεν έβρισκες διαμάντια στο Αγόρι και στο Μίκυ Ρομάνο Σκάρπα ή Καβατσάνο. Αλλά κατά κανόνα, ο Τιραμόλα κι ο Ποπάυ ήταν υλικό προς ανακύκλωση ή για να σκουπίζεις τον ποπό σου. Τα ρούφαγα, βέβαια, και τούτα με την ίδια δίψα, όπως ρούφαγα κάθε σαβούρα στην ηλικία εκείνη. Ακόμα μαθήτευα με σιγανό ρυθμό σ' αυτή την κατανόηση : δεν αρκεί η ικανότητα να τραβά κανείς ίσιες γραμμές, αντί για ορνιθοσκαλίσματα, ώστε να 'χουν αξία τα σκαριφήματά του! Το ταλέντο πάει πολύ μακρύτερα απ' το να κρατάς το πενάκι ορθό κι ο Reiser το γνώριζε πολύ καλά, τούτο το τελευταίο.

Η μαγεία κατέφτασε κάποτε αδήριτη, μαζί με τον πρώτο μου Τεντέν. Είχε μια παράξενη επιρροή, πρωτόγνωρη, αυτός ο κατεργάρης φλώρος με τ' ανυπόταχτο τσουλούφι και το μικρό Μιλού του. Θέλω να πω, για παράδειγμα, το εξής : με την τελευταία σελίδα του Αστερίξ, παρότι χορτάτος ευχαρίστηση κι αναμφισβήτητα πλήρης, τελείωνες να πούμε με τον Αστερίξ, τελείωνε κι ο Αστερίξ μαζί σου. Όμοια κι ο Λούκυ Λουκ κι εξίσου τ' άλλα. Με την τελευταία σελίδα του Τεντέν, ωστόσο, αντιλαμβανόσουν πως ακόμη και το σχήμα των 62 σελίδων, αντί των συνηθισμένων 48, σου 'πεφτε τόσο μα τόσο λίγο! Σαν έφτανε η εξιστόρηση στο πέρας της, τούτο γινόταν σχεδόν πάντα με το αίσθημα του ξαφνικού, του πρόωρου κι ας είχε ολοκληρώσει η διήγηση τον κύκλο της. Ήταν ένας αποχωρισμός αβάσταχτος και μια απώλεια δύσκολα επεξεργάσιμη από του νου, που κρατούσε ακόμη το τεύχος ανοιχτό, στην τελευταία του σελίδα. Πώς θα μπορούσε η διήγηση να συνεχίζει πλέον μόνη της, παρατημένη και κλειστή κάπου στην άκρη, δίχως εσένα στο κατόπι της; Το ξόρκι του Τεντέν δεν έπαυε να με γητεύει, ακόμα κι αν έβαζα το περιοδικό στην άκρη με τα βλέφαρα βαριά ή μ' έστελνε η μάνα μου στο φούρνο για ψωμί. Σφηνωμένο σ' ένα δόξα πατρί, αόρατο, της καρδιάς ή της αισθητικής του νου, μ' ακολουθούσε όλες τις υπόλοιπες ώρες ή μέρες κι όπως έμελλε ν' αποδειχθεί, δίχως υπερβολή, κομμάτι αναπόσπαστο για το υπόλοιπο της ζωής. Όταν λέω «Τεντέν» είναι συμβολισμός ισοδύναμος, σα να μιλώ για μνήμες μιας πρώτης προσμονής ενός δώρου που καθυστερεί, την πρώτη μου μπάλα, τα playmobil, το Μινιόν και, τέλος πάντων, όλα εκείνα που έκαναν, τότε, τη ζωή ενός παιδιού (που δε ζούσε στην Παλαιστίνη ή τη Ρουάντα) ένα καθημερινό κυνήγι θησαυρού.


Πρώτος Τεντέν - πα' να πει, πρώτος Τεντέν της μνήμης - ήταν «Τα πούρα του Φαραώ» και το «Σπασμένο αυτί». Ο «Μπλε Λωτός» ήρθε αργότερα. Διαφορετικής τεχνοτροπίας μεταξύ τους - με «Αυτί» και «Λωτό» συγγενέστερα - μαρτυρούν τα διαφορετικά εξελικτικά στάδια της καλλιτεχνικής ωρίμανσης του Hergé. Βέβαια, ετούτες οι συγκρίσεις δε βγαίνουν έτσι του ποδαριού και θέλει μελέτη και διασταύρωση. Βλέπετε, άλλος ο Hergé του Petit Vingtième και του '36, άλλος ο Hergé που επανασχεδιάζει εαυτόν το '46, άλλος ο Hergé των Πούρων του '55 και πάει λέγοντας. Ο Μπλε Λωτός, ωστόσο, δεν έχει φάει την άρδην ανακαίνιση των Πούρων - έτσι λένε οι Τεντενολόγοι. Το κύριο σώμα της έγχρωμης έκδοσης έχει την ακατέργαστη, λεπτή, κυματιστή γραμμή του πρώιμου Τεντέν. Ο Hergé σχεδιάζει σχεδόν σα μεθυσμένος και θα 'λεγε κανείς, σε σημεία, χειρότερα απ' ότι σχεδίαζε νεότερος τα Πούρα. Μα τούτο δεν αποκαλύπτεται παρά απ' τη σελίδα 5 κι έπειτα, όπου η απότομη αλλαγή, ένεκα και της αντίθεσης, βγάζει μάτι και μάσκαρα, τόσο που κοιτάς αν πήρες, όντως, το πρωτότυπο ή σου πάσαραν καμιά κινέζικη απομίμηση. Οι πρώτες σελίδες μοιάζουνε φυσική συνέχεια των Πούρων (όπως είναι και σεναριακά ζητούμενο), με μόνη διαφορά - όπως είπαμε - πως τα Πούρα ξανασχεδιάστηκαν, κάπου δέκα χρόνια αργότερα. Το αίνιγμα δεν είναι δα και για το Νίκο Λυγερό : το '46 όπου και η επανέκδοση του Λωτού, ο καλλιτέχνης αποφασίζει να κρατήσει το σύνολο ως έχει, είτε γιατί είναι πολύ ικανοποιημένος από τ' αποτέλεσμα, είτε γιατί βαριέται, είτε γιατί έχει μεγάλη συναισθηματική αξία. Πιάνει και ρετουσάρει λίγο τις λεπτομέρειες, εμπλουτίζει τα φόντα και άλλα παρόμοια ψιλά. Εκτός, να πούμε, από τις πέντε πρώτες σελίδες, τις οποίες αποφασίζει να επανασχεδιάσει απ' την αρχή. Και το κάνει ετούτο, αναγκαστικά, με την ωριμότερη γραμμή του '46. Είναι παράδοξο να μη μπορεί κανείς να μιμηθεί πιστά τον εαυτό του, δέκα χρόνια παλιότερο. Αν αυτό ισχύει, τελικά, για όλους - αν δηλαδή αδυνατούμε όλοι ν' αντιγράψουμε το νεότερο εαυτό μας - είναι ζήτημα να προβληματίσει βαθιά και φιλοσοφικά για το ποιοι είμαστε πραγματικά, τι είναι τελικά ο άνθρωπος και άλλα παρόμοια κωμικογραφικά.

Πρωτότυπος @ Petit Vingtième [ αριστερά ], ρετουσαρισμένος Τεντέν
[ κέντρο και μέση (ε?) ] και ξανασχεδιασμένος Τεντέν του '46 [ δεξά ].

Για το Μπλε Λωτό μπορείτε να βρείτε απίστευτες πληροφορίες στη Wikipedia ή αλλού κι αν γνωρίζετε γαλλικά η απόλαυση πολλαπλασιάζεται. Εδώ, βέβαια, δεν υπάρχει περίπτωση να κάτσω να σας κάνω μετάφραση των γεγραμμένων ήδη. Να πιάσετε να διαβάσετε μονάχοι σας, χαραμοφάηδες! Τσάμπα σκάσανε τόσα λεφτά στα φροντιστήρια, οι γονείς και οι γιαγιάδες σας; Το lower έχει γίνει ένα με το πετσί του έλληνα μικροαστού, όπως ήταν παλιά το πιάνο και τα γαλλικά. Εδώ, γράφω περισσότερο για να ξεδιπλώσω τη δική μου οπτική και τα αισθήματα, διαφορετικά, κάθε δυο μέρες θα 'πιανα να κάνω επικόλλησις απ' τις απιθανικομύριες πηγές, που λιάζονται ανυποψίαστες στον ήλιο του διαδίκτυου, και θα 'χα εφτακόσα δεκατέσσερα αναρτήματα το μήνα. Τώρα, όλες αυτές οι ασύδοτες αναδημοσιεύσεις, κατά τη γνώμη μου και σε κάποιο βαθμό, φτωχαίνουν τη ζωή μας. Θα ήταν πολύ καλύτερα αν μπορούσαμε να διαβάσουμε τι σκέφτονται πενήντα άνθρωποι, πάνω στο ίδιο ζήτημα, παρά πενήντα φορές εκείνο που σκέφτονται δυο-τρεις. Είναι όμως αλήθεια και τούτο, πως δηλαδή με τις αναδημοσιεύσεις σώζονται (ή πιθανόν σώζονται) άρθρα, τα οποία θα τα 'χε καταπιεί από καιρό ο βόθρος (είτε η άβυσσος, που 'ναι ποιητικότερο) της λήθης. Οι μισοί σύνδεσμοι της προηγούμενης δεκαετίας χτυπάνε 404 και δεν υπάρχει σχεδόν κανείς, από τα τέλη του '90. To διαδίκτυο είναι ένας ζωντανός οργανισμός, ανασαίνει και μεταμορφώνεται κι ενίοτε ροκανίζει εαυτόν, όπως μασουλάμε εμείς τα νύχια μας και τα πετσάκια. Κατά τη γνώμη μου, δεν είναι κι ο καλύτερος χώρος αποθήκευσης, μ' αυτό το διαρκές του γίγνεσθαι. Έτσι κατέληξα να μην είμαι και μεγάλος θιασώτης των bookmarks και των clouds και παλεύω για την αυτονομία μου. Σήμερα είναι κι αύριο δεν είναι. Κάθε εργαλείο, φυσικά, έχει τη χρησιμότητά του. Όταν όμως μιλώ για γνώση (ή την αποθήκευσή της), προσπαθώ να σχεδιάζω με γνώμονα τη ζωή μου κι όχι τη φετινή χρονιά ή τη μόδα (ή ό,τι κρατήσει περισσότερο). Τέλος πάντων, Πολυλογία - Αντώνης : 1-0 .

Μεγάλα ζητήματα, πράγματι : άλλο πράγμα η κακία απ' την
άγνοια ή μήπως η άγνοια οδηγεί τελικά στην κακία;

Διαβάζοντας το Μπλε Λωτό, άτριχος πιτσιρικάς ακόμα - το θυμάμαι σα χτες - είχα σταθεί μ' εντύπωση σ' εκείνα τα τρία καρέ, όπου ο Τεντέν κάθεται κι εξηγεί στον Τσανγκ, πόσο μαλάκας ήταν ο μέσος Ευρωπαίος της εποχής, γιατί σήμερα είναι πολύ πολιτισμένος. Του ξεκαθαρίζει, μία προς μία, τις προκαταλήψεις που αλώνιζαν στη δυτική κουλτούρα, για τις απεχθείς παραδόσεις μιας Κίνας δήθεν σκοτεινής, μοχθηρής και βάρβαρης. Για κάποιο μυστηριώδη λόγο, από ετούτη την εμβόλιμη περιγραφική τριάδα μου καρφώθηκε στο νου το έθιμο με τα στενά παπούτσια. Μπορεί, πάλι, ο λόγος να μην ήταν και τόσο μυστηριώδης. Ο Φου Μαντσού αλώνιζε, ήδη, στην ελληνική αργκό ως καρικατούρα κινέζου δολοπλόκου κι απ' την άλλη ο δικός μας ο Καιάδας δεν απήχε πια τόσο απ' τον αντίστοιχο, κινέζικο οχετό. Αλλά τούτο με τα παπούτσια τ' άκουγα πρώτη φορά και μου φάνηκε τόσο επώδυνα αξιοπερίεργο, ώστε παρέμεινε ανεξίτηλο εις το διηνεκές. Μερικές δεκαετίες αργότερα, η ίδια αυτή λευκή φυλή που γελούσε ή τρόμαζε, με τις εξωραϊστικές πρακτικές μιας Κίνας μακρινής και απολίτιστης, μπαίνει στο χειρουργείο και περνά χειρότερους κινδύνους, προκειμένου να γεμίσει τα βυζιά της σιλικόνη ή τους κώλους. Άβυσσος η ψυχή του ευρωπαίου και, γενικότερα, της λευκής κομπλεξαρίας.

Ιmage by Lai Afong [1870]

Τώρα, να πούμε την αλήθεια, το έθιμο που περιγράφει ο Τεντέν στα 1936 μπορεί να είναι πια ξεχασμένη παράδοση, αλλά σίγουρα όχι και τόσο μακρινή. Στη Wikipedia διαβάζουμε κι αυτό το τραγικό : το 19ο αιώνα 40-50% των κινέζων γυναικών είχαν συμμορφωθεί με τούτο το μαρτύριο και σχεδόν όλες οι κινέζες της ανώτερης τάξης! Στις αρχές του 20ου αιώνα, μετά από πολλούς αγώνες κι εκστρατείες ενημέρωσης τέθηκε, επιτέλους, ένα τέρμα στην επώδυνη ετούτη πρακτική, την οποία προσπάθησαν διάφοροι κατά καιρούς να πάψουν, δίχως ωστόσο μεγάλη επιτυχία. Οι αρχές του 20ου αιώνα κι αν συνυπολογίσει κανείς την κοινωνική αδράνεια - πως δηλαδή τα πράγματα δεν αλλάζουν απ' την μια δεκαετία στην άλλη, ειδικά σε μια εποχή δίχως τηλεόραση και διαδίκτυο - δεν είναι τελικά παρά μια ανάσα απ' την εποχή του Hergé. Ως εκ τούτου, παρότι θεωρώ τον ευρωπαίο αστό κομμάτι βόδι και χοντρόπετσο, δεν μπορώ να μην του αναγνωρίσω ετούτο το αλαφρυντικό : δεν ήταν, τελικά, παντελώς αδικαιολόγητες όλες οι πεποιθήσεις του κι ας μην είχαν όλες περάσει απ' την κρησάρα της κριτικής σκέψης και το τίμιο ζύγι. Να πούμε ακόμα πως, από επώδυνη σύμπτωση, αυτά τα ψυχιατρικά εκτροχιασμένα έθιμα αποκαλούνταν «πόδια του Λωτού»! Κι αν υποθέσουμε πως, απ' την κακή κυκλοφορία, πολύ πιθανό κιόλας να μελανιάζανε, να σου πάλι ο Μπλε Λωτός, σε πολυεπίπεδη αλληγορία.

Γιατί τα γράφω όλα ετούτα; Ούτε εγώ δεν ξέρω! Ψέμματα, ξέρω. Γιατί ακριβώς έχοντας γνώση της μικρής αυτής σκηνής, μεταξύ μικρού Τσανγκ και Τεντέν, μου 'χε φανεί εντελώς παράδοξο και ταπεινό, ασύμβατο με την πραγματικότητα, όταν πρώτη φορά μετά από χρόνια διαπίστωσα πως ο αγαπημένος Georges Remi βρέθηκε, κάποτε, υπόλογος ρατσισμού! Δε χρειάζεται να μείνει κανείς εστιασμένος μονάχα σε τούτη τη μικρή όαση φιλίας της σελίδας 43. Ολάκερο το τεύχος είναι χρωματισμένο και μπολιασμένο από τούτη την αντιρατσιστική διάθεση και τη χλεύη, απέναντι στη σιχαμάρα της λευκής - μα κι οποιαδήποτε άλλης - εξουσιαστικής αλαζονείας. Πώς θα μπορούσε αυτός ο ίδιος άνθρωπος να ρέπει προς την ίδια εκείνη σιχαμάρα την οποία καταδίκαζε με τρόπο τόσο γλαφυρό και άμεσο; Τα πράγματα, βέβαια, ούτε τόσο απλά είναι, ώστε να εξηγηθούν με δυο κουβέντες, ούτε ωστόσο τόσο πολύπλοκα, ώστε να μην εξηγηθούν με τρεις. Ο πρώιμος Hergé, νεαρός τότε και γνήσιος γόνος της βελγικής «αποικιοκρατίας» δε θα μπορούσε παρά να 'χει μεγαλώσει μέσα σ' εκείνο το κλίμα ευρωπαϊκής μαλάκυνσης, όπου σιδερωμένο πουκάμισο σήμαινε πολιτισμός, ενώ ξυπόλυτος αράπης σήμαινε ένα βήμα πριν το ζωολογικό κήπο. Τώρα, το Βέλγιο δεν ήταν και καμία αποικιοκρατική δύναμη της προκοπής και το Κογκό δεν το κατέκτησε ποτέ με την πυγμή του νταή, παρά με το καρκινικό σούρσιμο του λακέ. Το Κογκό - να το πούμε κι έτσι - υπεξαιρέθηκε, κάποτε, απ' την παρθένα ακόμη Αφρική μ' έξυπνες πολιτικές κινήσεις κι εν μέσω γενικής αδιαφορίας. Έτσι, ο Hergé ήταν κάτα κάποιο τρόπο αποικιοκράτης, αλλά αποικιοκράτης γιαλαντζί και σ' αυτή την κατάσταση διήγε, πιθανόν, την εποχή που 'πιασε για πρώτη φορά πενάκι. Εκείνος ο αφελής ακόμη καλλιτέχνης της Χώρας των Σοβιέτ, της Αμερικής και του Κογκό, λογικά έβριθε όλων εκείνων των ευρωπαϊκών προκαταλήψεων, που ο ίδιος σαρκάζει χρόνια αργότερα στη ζεστή παρέα των Τεντέν και Τσανγκ, σαρκάζοντας πιθανότατα κι αυτόν τον ίδιο τον Remi, που ήταν κάποτε.

Είναι θαυμάσιο να διαβάσει κανείς, στη Wikipedia ή αλλού , με τι τρόπο μεταμορφώθηκε σιγά-σιγά η αντίληψη του Hergé, χάρη στη θαυμαστή συνδρομή και συντροφιά κάποιου φοιτητή, ονόματι Chang Chong-ren, ο οποίος ανέλαβε την ευθύνη να βοηθήσει στην πιστότερη περιγραφή της σύγχρονης Κίνας, αλλά κατέληξε να κάνει τον Georges Remi άνθρωπο. Και τα κατάφερε, μάλιστα, με άριστα αποτελέσματα, ώστε αν θέλει να κατηγορήσει κανείς σήμερα τον Τεντέν για ρατσισμό θα πρέπει να το κάνει μόνο στη βάση της προκατάληψης, ως κοινό ανθρώπινο ελάττωμα και όχι ως ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ενός άριου Hergé. Οι προκαταλήψεις ήσσονος ή μείζονος σημασίας ταλανίζουν κάθε άνθρωπο ανεξαιρέτως κι εγώ προσωπικά δεν έχω γνωρίσει αναμάρτητο. Δε χρειάζεται να 'ναι κανείς χρυσαύγουλος για να στοιχειοθετηθεί κατηγορία. Κάθε φορά που τσουβαλιάζει κανείς οποιαδήποτε κοινωνική ή άλλη ομάδα, είτε λέγονται ταξιτζήδες, είτε λέγονται δεξιοί, είτε λέγονται δημόσιοι υπάλληλοι, είναι ένα βήμα από την κόλαση. Κι η υπεράσπιση δεν έχει καταθέσει ακόμα τα όπλα της, γιατί καθώς λέει ο λαός μας : άμα δεν το 'χει η γκλάβα σου. Έτσι είναι δέον ν' αποδώσουμε τα εύσημα όχι μόνο στον Τσανγκτσόνγκ, μα και στον ίδιο τον Remi. Γιατί ο άνθρωπος δεν παρέμεινε κούτσουρο και ξύλο απελέκητο - όπως ο τυπικός ρατσίστας - αλλά μεταλλάχτηκε κι αναμορφώθηκε κι άνοιξε που λέμε ο νους του, ρε παιδί μου. Κι έτσι κάθε μομφή απέναντι στο πρόσωπό του, δεκτή ή εξετάσιμη, θα πρέπει να γίνεται στο πλαίσιο ενός ανθρώπου υπό αφύπνιση (στάδιο στο οποίο όλοι διάγουμε, στο κάτω-κάτω) και όχι σ' εκείνο μιας παγιωμένης προσωπικότητας, καταδικαστέας ή οσίας. Αλλά μαζί με το μυαλό του άνοιξε και το χέρι του, λένε οι ειδικοί Τεντενολόγοι, καθόσον ο Τσατσόνγκ επηρέασε και τη σχεδιαστική γραμμή του καλλιτέχνη κι έφερε μεγάλη ευθύνη προς την κατεύθυνση της «καθαρής γραμμής». Παρότι Κινέζος Φου-Μαντσού κι έτσι, πρέπει να 'ταν υπέροχος άνθρωπος ετούτος ο Τσατσόνγκ και στάθηκε πραγματική ευλογία η συνάντηση αυτή με τον Hergé. Τόσο για τον τελευταίο, όσο και για μας που έχουμε να τον απολαμβάνουμε, σε κάθε ηλικία, μέχρι να ψοφήσουμε να πάμε στο διάολο, να ησυχάσουμε.

[ Συνεχίζεται ... ]

Friday, June 16, 2017

ΣΤΗΒ - Περιπέτειας συνέχεια και τέλος

Στο σενάριο-διασκευή-επιμέλεια, ή πώς διάολο τα λένε οι φιλόλογοι, έχουμε το ΝΙΚΟ τον ΠΛΑΤΗ. Καλό παιδί και τον συγχωρώ γι' αυτό που έκανε. Θέλω να πω, αν εκείνο το ανεκδιήγητο "μόλτο μέσα-έξω" ήταν δική του ιδέα, τότε δεν τον συγχωρώ και να τον πάρει και να τον σηκώσει. Αν όμως δεν ήταν δική του ιδέα, αλλά εξυπνάδα του Βιτάλη, τότε ο Πλατής είναι ΟΚ και παίρνει άφεση γι' αυτό που προσπάθησε να κάνει. Ποια είναι, λοιπόν, η αμαρτία αυτού του παιδιού; Μα τι άλλο, παρά οι αυτοσχεδιασμοί του και οι αναχρονισμοί του.

Αυτοσχεδιασμός #01

Εντάξει, θα είμαι ειλικρινής. Καλά έκανε και αυτοσχεδίασε. Δε γίνεται να προσαρμόσεις ένα κείμενο σε κόμικ, σε ταινία, σε μπλουζάκι ή τι θες, τέλος πάντων, δίχως να γίνεις λίγο μόδιστρος και λίγο συγγραφέας ο ίδιος. Δίχως κόψε-ράψε, δίχως προσθήκες κι αυτοσχεδιασμούς, ώστε να προσαρμοστεί το ένα είδος στο άλλο και στις ιδιαιτερότητές του.

Στην εισαγωγή, ο Γατής μας πληροφορεί ότι ο βοηθός του Στηβ, ο Παρασκευάς, είναι δική τους επινόηση. Χμμμ, αυτό δεν είναι εντελώς αλήθεια και μάλλον κάτι άλλο εννοεί εδώ ο Λάμπρος. Ο Στηβ έχει όντως ένα βοηθό, που τον λένε Παρασκευά, απλά ο Τσιφόρος τον χρησιμοποιεί στη χάση και στη φέξη. Βαριόμουν να διαβάσω ξανά το βιβλίο, απ' την αρχή, αλλά ήμουν σχεδόν βέβαιος - με ένα αμυδρότατο αλλά επίμονο αίσθημα περισσότερο, παρά ανάμνηση καθαυτή - ότι ο Στηβ δε δούλευε μόνος του. Έπιασα να ξεφυλλίζω με τη σειρά, μία μία, τις σελίδες του βιβλίου, σαρώνοντας κάπως επιπόλαια το κείμενο, για ένα "Π" ή ένα "Πα". Η επιμονή μου ανταμοίφθηκε. Και να που στη σελίδα 111, πάνω πάνω, διαβάζουμε:

" Από δώ και πέρα η δουλειά γίνεται όμορφα, τακτικά και πολύ έξυπνα. Κάπου στο Λονδίνο, πετάει ένας χοντρός Έλληνας, που τον λένε Παρασκευά και που είναι βοηθός του Στηβ. "

Και πιο κάτω, στον επίλογο της σελίδας 232:

" Ε, λοιπόν, δε θα το πάρει. Γιατί πρόλαβα και το πήρα εγώ. Πώς; Έχω ένα βοηθό... Που δεν φαίνεται ποτέ μαζί μου. Ο βοηθός μου, λέγεται Παρασκευάς, πήγε και το πήρε πριν από τον συνένοχό σας. "

Κι ένα ακόμη, στη σελίδα 282:

" Ο κύριος με το σναπς χαιρετάει και φεύγει. Δεν καταλαβαίνει ότι ένα κοντόχοντρος Ρωμιός που τον λένε Παρασκευά τον ακολουθεί αόρατος κατά πόδας ... "

Σταμάτησα εδώ, καθώς είχα ήδη καταφέρει το στόχο μου. Οι δημιουργοί όχι μόνο δεν επινοούν τον Παρασκευά - κι αυτό είναι προς τιμήν τους - αλλά, πολύ περισσότερο, παραμένουν πιστοί ακόμα και στην εξωτερική του εμφάνιση. Στην πραγματικότητα, αυτό που θέλει να πει ο Γατής είναι - φαντάζομαι - ότι ο Τσιφόρος χρησιμοποιεί σπάνια τον Παρασκευά και γενικά στο παρασκήνιο. Εδώ οι δημιουργοί ξεθάβουν αυτή την πολύτιμη περσόνα και της δίνουν μεγαλύτερη αξία, επινοώντας όχι ακριβώς τον Παρασκευά αλλά το δίδυμο Στηβ - Παρασκευάς. Και πολύ καλά κάνουν, φυσικά, τιμώντας ταυτόχρονα και τον Τσιφόρο, αλλά και την κομιξική παράδοση, που αγαπάει τα δίδυμα πρωταγωνιστής - βοηθός και τα συνώνυμα.

Βας Βας ο Παρασκευάς. Μήπως
τελικά καλύτερα τα βυζόμπαλα;;

Αυτοσχεδιασμός #02

Υπάρχουν, όμως, και αυτοσχεδιασμοί που δε λειτουργούν τόσο καλά και υποτιμούν το κόμικ, υποβιβάζοντάς το σε κατηγορία φαρσοκόμικ. Ένα παράδειγμα είναι το παρακάτω, παρμένο από μια ολόκληρη (!) σελίδα, καθάρης Πλατείας επινόησης. Η εμβόλιμη σεναριακή παρέμβαση (Μιλάνο, σελ.40), γενικά, δεν είναι κακή, αλλά το χιούμορ στο παρακάτω καρέ είναι επιπέδου Αντιρίξ και Συμφωνίξ ...

Χαχα πολύ αστείο. Μια μαϊμού που σκέφτεται, χωρίς να λέει
και τίποτα έξυπνο. Χαχα, η κοιλιά μου. Απ' τη διάρροια.

Το κάνουν κι αλλού κι επίσης κι αλλού. Πι.χι. στο "Βατερλώ", στη σελίδα 30, χρησιμοποιούν τη χαριτωμένη τεχνική της παράλληλης δράσης, όπου πίσω (ή μπροστά) από τα τεκταινόμενα, διαδραματίζεται ένα σύντομο χιουμοριστικό γκαγκ. Τα πιο έξυπνα τέτοια, τα έχω συναντήσει στο "Λεονάρντο" του Philippe Liegeois. Ο Βιτάλης το κάνει επιτυχώς, αλλά είναι εντελώς παράταιρο με την ατμόσφαιρα, που καλείται να δημιουργήσει. Εδώ δεν είναι η φαρσοκωμωδία της Ελληνικής Μυθολογίας. Απ' την αρχή, Βιτάλης και Πλατής μας δείχνουν τη διάθεση να μείνουν πιστοί στο ύφος του Τσιφόρου κι όχι να τα γαμήσουν όλα. Και καλά κάνουν και μπράβο. Αλλά γι' αυτό είμαι κι εγώ αυστηρός. Τέτοια φαρσικά εδώ δεν έχουν θέση, εκτροχιάζουν το κέντρο βάρους και αποτρέπουν τον αναγνώστη απ' το να πάρει το κόμικ σοβαρά. Τον καταλαβαίνω, ωστόσο, απόλυτα τον Βιτάλη, γιατί κι εγώ στην Ελλάδα μεγάλωσα κι αυτά τα κομιξικά ατοπήματα είναι κοινή μας κληρονομιά. Είναι δείγμα της ανωριμότητας του (έστω τοτινού) ελληνικού κόμικ και της παθητικής μίμησης. Είναι δείγμα όλων εκείνων των παιδικών επιρροών, που παλεύουν να εκφραστούν με κάθε ευκαιρία, κατάλληλη ή μη.

Όχι ακριβώς Βατερλώ, αλλά μια ήττα όσο να 'ναι την αρπάζει ο Τσιφόρος.

Αναχρονισμοί

Τώρα, στους αναχρονισμούς-παύλα-αυτοσχεδιασμούς του Πλατή δεν είναι ότι διαφωνώ καθέτως, γιατί είναι αξιοπρεπείς και καλογραμμένοι. Αλλά διαφωνώ τέρμα οριζοντίως γιατί ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΣΙΦΟΡΟΣ, ρε πούστη μου! Γιατί ρε Πλατή, παιδί μου; Τι σε χάλαγε, ρε αδερφέ, στο πρωτότυπο κείμενο κι έπρεπε (στην εισαγωγή της Βαγδάτης) να μου γράφεις:

" Πάνε πολλά χρόνια, πολύ περισσότερα απ' όσα μπορείτε να φανταστείτε, απ' όταν ο πολύς και βαρύς βασιλιάς Μανσούρ έχτισε το "Σπίτι της Ειρήνης", τη θρυλική Βαγδάτη. Από τότε κύλησε πολύ νερό στ' αυλάκι. Τους αιθέρες της μυθικής πόλης δε διασχίζουν πια μαγικά χαλιά, αλλά "τζετ 707" και σύγχρονα πολεμικά αεροσκάφη. Ο καλός χαλίφης Χαρούν Ελ Πουσάχ βαρέθηκε τις τόσες και τόσες αποτυχημένες ίντριγκες του "Ιζνογκούντ" κι αποφάσισε ν' ακολουθήσει τις... συμβουλές του καταχθόνιου Βεζύρη του. Έτσι, και παρά τα αρνητικά γκάλοπ, ο ρεζίλης "Ιζνογκούντ" κατάφερε να γίνει χαλίφης στη θέση του χαλίφη. Από το "Σταυροδρόμι των Πέντε Ηπείρων" μόνο οι "Χίλιες και Μια Νύχτες" απόμειναν ... και οι Χαλιμάδες ... "

Για κάτσε, τι συμβαίνει εδώ; Τι μαλακία είναι αυτή; Δε λέω, καλογραμμένη. Αλλά μαλακία. Πού πήγε, πάλι, ο Τσιφόρος; Γιατί έχουν μια τάση, όσοι πιάνουν στα χέρια τους τον Τσιφόρο να τον γαμάνε, ρε φίλε; Γιατί κάνει ο καθένας ό,τι του κατεβάσει η γκλάβα; Ας φτιάξουν τις δικές τους ιστορίες και να γράφουν ό,τι παπαριά θέλουνε μέσα. Αλλά όταν λέμε θα γράψουμε Τσιφόρο, να γράφουνε Τσιφόρο, τελεία!

Από τις 108 λέξεις, τίποτα δεν είναι Τσιφόρος, παρεκτός της πρώτης φράσης, η οποία απλά παραπέμπει στο κείμενο του Τσιφόρου. Παραπέμπει, δηλαδή ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΣΙΦΟΡΟΣ. Η δεύτερη και τρίτη είναι μια κομψή ομολογώ μετάβαση του Πλατή στη σύγχρονη εποχή. Παρ' όλα αυτά, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΣΙΦΟΡΟΣ. Κι ακόμα δεν τελειώσαμε! Ολόκληρη εκείνη η παρέμβαση με τον Ιζνογκούντ και τις μαλακίες, ΟΥΤΕ ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ ΤΣΙΦΟΡΟΣ! Δεν είναι ούτε καν Goscinny, είναι μια μαλακία και μισή, δίχως έμπνευση και inside joke ΜΟΝΟ όσων διαβάζουν κόμιξ, από μικροί. Εδώ ο Τσιφόρος, εκεί ο Τσιφόρος, πού 'ν' ο Τσιφόρος;; Προσέξτε, δηλαδή, την ειρωνία. Αγοράζεις ένα κόμικ, που γράφει "Στηβ και μπλαμπλα" του Νίκου Τσιφόρου. Την έχεις ήδη "πατήσει" με την Ελληνική Μυθολογία. Κι απ' την πρώτη κιόλας σελίδα και τα πρώτα λόγια που διαβάζεις, δεν βρίσκεις πάλι καμία σχέση με το Νίκο τον Τσιφόρο. Βρίσκεις, όμως, σχέση μ' ένα κοινό (στο οποίο απευθύνονται) το οποίο είναι εξοικειώμενο με την παραγωγή της ΜΑΜΟΥΘΚΟΜΙΞ και δίχως άλλη καλλιέργεια. Αλλά τώρα τι; Σχεδιάσαμε για το ήσσον κοινό ή σχεδιάσαμε για το μείζον κοινό και το μείζονα Τσιφόρο;; Αυτά κύριε Πρόεδρε και κύριοι Δικαστάς. I rest my case.

Να μια εναλλακτική εισαγωγή, μόνο με αποσπάσματα του πρωτότυπου:

" ΒΑΓΔΑΤΗ. Η πόλη - νησί, βρέχεται από τα δυο μεγάλα ποτάμια, τον Τίγρη και τον Ευφράτη. Κάποτε, ο βασιλιάς Μανσούρ, την έκτισε και την είπε "Η κατοικία της ειρήνης". Η Βαγδάτη, με τη παλιά ιστορία... Το σταυροδρόμι των ηπείρων... Ο δρόμος του χρυσού για τα καραβάνια... Η κούνια που κοίμησε το παραμύθι στις χίλιες και μια νύχτες... Όμως μέσα από νερά, η Βαγδάτη ξανανθίζει... Μουσουλμάνοι και λίγοι Χριστιανοί, είναι οι άνθρωποί της. Κοντά τους κι Εβραίοι... Η Ράσελ είναι Εβραία... "

Πόσο δύσκολο πια, πόσο;; Και μένει και χώρος, να βάλεις κύριε Πλατή ό,τι μοντερνισμό και παρέμβαση γουστάρεις. Δε με χέζετε πια, όλοι σας!!! Κανείς από εσάς δεν αγάπησε, πραγματικά, τον Τσιφόρο. Εννοώ κανείς εκτός απ' τον Γατή. Ούτε Βιτάληδες, ούτε Πλατήδες, ούτε Παγώνηδες, ούτε Βλαχάκηδες, ούτε κανείς. Κι απορώ αν τον έχει διαβάσει και κανείς τους. Κι αν τον έχουν διαβάσει, τότε τον διάβασαν από υποχρέωση και το παραμικρό δεν έχουν νιώσει. Κρίμα για τον Τσιφόρο;; Μπα, ο ίδιος χέστηκε. Δε νομίζω να δίνει πια δεκάρα τσακιστή, για τα πάντα όλα, επί και υπό της γης ετούτης. Αλλά κρίμα για το Λάμπρο το Γατή και τον αγώνα του. Και γιατί όχι κι εμένα, που τον αγαπούσα τόσο.

Thursday, June 15, 2017

ΣΤΗΒ - Περιπέτεια στη χώρα του Νίκου Τσιφόρου

Εντάξει, να μην τα ξαναλέμε, όχι για να μη βαριέστε εσείς, γιατί βαριέμαι εγώ. Ο Τσιφόρος έχει σημαδέψει ανεξίτηλα την παιδική κι εφηβική μου ηλικία. Την πρώτη-πρώτη φορά, που επιχείρησα να γράψω διήγημα - και δεν ήταν σχολική έκθεση - δεν ήταν τίποτε λιγότερο από μια προσπάθεια μίμησης του πιο αγαπημένου μου Νίκου. Κάθε φορά που βρισκόμουν στην Έκθεση Βιβλίου - την τεράστια εκείνη έκθεση στο Πεδίο του Άρεως, που χρειαζόσουν δυο ώρες να την περπατήσεις όλη, από κάτω μέχρι πάνω και μετά πάλι πίσω και στο τέλος οι πατούσες σου έκαιγαν και τα χέρια σου ήταν πιασμένα από τους εκατοντάδες καταλόγους, που μάζευες, άλλο πάλι παιχνίδι και τούτο - δεν υπήρχε περίπτωση να μη φύγω μ' έναν τόμο ακόμα. Μέχρι που κάποτε τους τελείωσα σχεδόν όλους, πέραν δηλαδή από δύο ή τρεις, όταν είχα αρχίσει πια να μεγαλώνω και σιγά-σιγά ν' αλλάζω.

Θυμάμαι την πρώτη φορά που κράτησα στα χέρια μου το Μίλωνα Φιρίκη, το μυστικό πράκτορα χωρίς 00. Ήμουν σ' ένα ξένο σπίτι κι είχα πάει να βοηθήσω τον πατέρα μου, που ήταν τεχνίτης. Περιττό να σας πω ότι η βοήθεια δεν έφτασε ποτέ. Για τις επόμενες τρεις-τέσσερις, εκατόν-τέσσερις ώρες, με το που κράτησα δηλαδή στα χέρια μου εκείνον τον παντελώς άγνωστο τόμο και ξεκίνησα να διαβάζω τις πρώτες γραμμές, δεν ξεκόλλησα στιγμή. Ήταν πέρα από τις δυνάμεις μου. Κι όσο κυλούσε ο χρόνος, κι η δουλειά προχωρούσε, κι έφτανε σιγά-σιγά η ώρα να φύγουμε, μ' έλουζε όλο και πιο κρύος ο ιδρώτας, να καταφέρω να τελειώσω (ολόκληρο το βιβλίο εννοείται), προτού χτυπήσει δώδεκα κι η άμαξα γίνει πάλι κολοκύθα και μείνω με τη μαγεία στο χέρι. Γιατί πού και πότε θα ξανάβρισκα εγώ αυτό το βιβλίο, μου λες; Άλλες εποχές τότε, δεν καταλαβαίνετε οι νέοι. Τότε δεν είχε ίντερνετ και τα σχετικά κι αν δεν είχες μια στοιχειώδη βιβλιοθήκη σπίτι σου, πόσο εύκολα ή συχνά μπορούσε ν' απαντήσει κανείς την ποικιλία ή την αμεσότητα, που συναντάει σήμερα; Για να μη μιλήσουμε για το μετρημένο χαρτζιλίκι. Είχα και κάτι Μίκυ, Μπλεκ, Αγόρια βλέπεις ν' αγοράζω κάθε βδομάδα. Τέλος πάντων, τελικά είδαν κι αποείδαν οι άνθρωποι και με λυπήθηκαν, εκείνοι οι ευλογημένοι άνθρωποι στους οποίους δουλεύαμε και μου το χάρισαν. Από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές της ζωής μου.

Εδώ, βέβαια, δε θα μιλήσουμε για το Μίλωνα το Φιρίκη, αλλά για το ΣΤΗΒ ΤΟ ΧΑΡΟΥΜΕΝΟ ΚΑΘΑΡΜΑ. Έχω ήδη γράψει για εκείνη την άλλη διασκευή του Τσιφόρου, την Ελληνική Μυθολογία, και τις αστοχίες της. Να δούμε τώρα, αν ετούτο το μεταγενέστερο στοίχημα βγήκε κερδισμένο. Βέβαια, δεν είναι ότι δε θα τα πω όπως τα νιώθω, ούτε πως τα χείλη μου είναι σφραγισμένα. Αλλά να, είναι πως πριν κάτι μήνες, μου έγραψε ο ΛΑΜΠΡΟΣ ΓΑΤΗΣ, ανιψιός του Τσιφόρου. Εκείνο, όμως, που τον χαρακτήριζε περισσότερο δεν ήταν η συγγένεια, αλλά μια ευγενής επιμονή, ένας πεισματικός αγώνας ν' αναδείξει μια κληρονομιά που σέβεται κι αγαπάει. Με πόρους πενιχρούς και πολλή αγάπη, μόνο θαύματα μπορεί να περιμένει κανείς, σ' αυτό το μάταιο κόσμο. Αλλά ο Λάμπρος επέμενε πάντα, όπως αναδρομικά ανακάλυψα κι εγώ, μετά τη σύντομη ανταλλαγή σχολίων μεταξύ μας, αφού ποτέ δεν έδινα ιδιαίτερη βάση στα ονόματα των εκδοτών. Μ' έκανε - άθελά του - να ντραπώ για το ειρωνικό ύφος, που υιοθετώ στα κείμενά μου, καθώς μέχρι τώρα δε γνώριζα κανέναν κι έτσι σε κανέναν δεν έδινα λογαριασμό. Τώρα όμως; Τώρα που γνώρισα, έστω, έναν; Ε τώρα τι; Φυσικά και θα συνεχίσω το χαβά μου, το μοναδικό αυτό στιλ, που μ' έκανε διάσημο και που τόσο αγαπήσατε. Απλά με περισσότερες τύψεις. Στο κάτω-κάτω είναι κυρίως ύφος (αν όχι μόνο ύφος).

Γιατί πάντα πρέπει να υπάρχει ένα "φάλτσο", γιατί, γιατί;;; Τι διάολο γυρεύει
αυτή η ελληνική σημαία, τόσο απροκάλυπτα τοποθετημένη εκ των υστέρων,
γιατί κάποιου του καύλωσε, κάποιου του φάνηκε πολύ καλή ιδέα, γαμώ το
μανιτάρι που 'χει στη θέση του εγκεφάλου. Σα να μην έφτανε αυτό, είναι και
κακότεχνος: από προοπτική μεσάνυχτα. Βρήκε εκεί ένα από τ' αυτοκόλλητα,
που κολλάνε οι δασκάλες στους βουτυρομπεμπέδες, άμα γράφουνε καλά,
το 'χωσε όπου και όπως βρήκε, τέλεια. Πολύ ωραίο αποτέλεσμα, εύγε!

Άντε τα καλά ...

Με την Ελληνική Μυθολογία δε τίθεται σύγκριση, γι' αυτό και δε θα κάνουμε καμία. Άντε θα κάνω μία, γιατί θα σκάσω. Ε αυτός ο ΒΙΤΑΛΗΣ Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ (γνωστό πενάκι) ξέρει το παιδί να σχεδιάζει. Σαφώς καλύτερο χέρι, με διαφορά. Είναι έμπειρος, είναι ταλαντούχος ή και τα δύο; Χεστήκαμε, καθώς το μόνο που μας ενδιαφέρει εδώ είναι το αποτέλεσμα. Νομίζω όμως ότι το μικρό σχήμα τον αδικεί. Όλα αυτά τα καρεδάκια κουτσουλιές και μυγοχέσματα, εκτός ότι είναι απαγορευτικά με ποινή τύφλωσης για τους πρεσβύωπες (εγώ δεν είμαι ακόμα, αλλά έχω και μια κοινωνική ευαισθησία, που με κρατάσει ξύπνιο τα μεσημέρια), "πνίγουν" το σκίτσο και τη λεπτομέρεια. Ευτυχώς, η καθαρή γραμμή και η λεπτή μύτη, σώζουν τα προσχήματα, αλλά καταδικάζουν την γενική εντύπωση. Με άλλα λόγια, το κόμικ είναι αρκετά καλύτερο απ' ό,τι φαίνεται, απλά δε φαίνεται. Είμαι βέβαιος ότι ο Βιτάλης σχεδίασε σε μεγαλύτερο σχήμα και επήλθε σμίκρυνση κατά την ή για χάρη της αποτύπωσης και της αναπαραγωγής. Θυσιάσαμε την ποιότητα στο βωμό του πρακτικότητας. Τι να κάνουμε. Οι πρώτοι είμαστε ή οι τελευταίοι; Απ' τ' ολότελα καλή κι η Παναγιώταινα κι άλλα τέτοια λαϊκά και όμορφα.

Ο καλός ο καλλιτέχνης φαίνεται ΚΑΙ στις
λεπτομέρειες. Εδώ ένα χαριτωμένο - όσο και
βρωμερό - στιγμιότυπο. Καλοφτιαγμένο,
ανθρώπινο, άψογα τσιφορικό!
Ένα από τα πιο όμορφα σχέδια, που έχω δει σε κόμικ ever!!! Μπράβο
Βιτάλη!! Άμα θες το 'χεις!! Άψογα όλα: προοπτική και χαρακτηριστικά
προσώπου, επιλογή πλάνου, θέση και προοπτική αντικειμένων, η γραμμή
του στήθους, όλα κομπλέ!! Είσαι μεγάλος (εδώ τουλάχιστον)!

Επίσης, ένα πολύ έξυπνο και καλαίσθητο εφεύρημα των παιδιών - δεν το 'χω συναντήσει αλλού - είναι, επίσης, κι αυτό: κάθε που τελειώνει μια σελίδα, η οποία αποτελεί και νοηματική ενότητα, η επόμενη ξεκινάει με μια μικρή αφήγηση, διακοσμημένη με το τελευταίο καρέ της προηγούμενης. Έξυπνο, όμορφο, χαλάει λίγο στις - ευτυχώς σπάνιες - περιπτώσεις που στο καρέ παραμένουν υπολείμματα από μπαλονάκια διαλόγων. Δε θα ήταν μεγάλος κόπος να σβηστούν και να συμπληρωθεί το σκίτσο, από πάνω. Έλα βρε αδερφέ κι εσύ, τι ψάχνεις;;

Το τελευταίο και το πρώτο καρέ δύο συνεχόμενων σελίδων. Ωραίο ε;

Άντε και τα κακά ...

Έχει πάντως ένα μικρό θέμα με την προοπτική ο Βιτάλης. Αλλού το δείχνει ολοφάνερα, όπως όταν σχεδιάζει αυτοκίνητα και στο βάθος δρόμος ή κατόψεις δωματίων ή σχεδόν στα πάντα. Αλλού όμως δε φαίνεται άμεσα, αποκαλύπτεται περισσότερο ως αφηρημένος υπαινιγμός, ως αόριστο αίσθημα αλλόκοτου ή ασύμμετρου. Γενικά, πάντως, το χάνει συχνά. Είπαμε, δεν πειράζει το παιδί. Ο αναμάρτητος πρώτος το λίθο με λαπαροσκόπηση.

Κάτι δεν πάει καλά, έτσι;;;
Κι εδώ κάτι δεν πάει καλά. Κι εκεί. Και παραπέρα.

Ο Βιτάλης έχει, επίσης, ένα μικρό θέμα με τα μεγάλα βυζιά, με τις κοινώς λεγόμενες μεγάλες και στρογγυλές βυζάρες, τ' αγελαδινά βυζόμπαλα, τα μαστάρια του Ναβαρόνε. Και γούστο του το παιδί να γλείφει ή να ονειρεύεται ό,τι γουστάρει. Ο καημένος ο Τσιφόρος τι του φταίει, όμως; Κατά την ταπεινή μου γνώμη, τα γυμνά του Βιτάλη είναι κάπως παράταιρα με το πνεύμα του Τσιφόρου, είναι λίγο υπερβολικά. Πρώτα και κύρια γιατί ο τελευταίος είναι ερωτικός κι όχι πορνογραφικός, είναι ευθύς κι όχι ηδονοβλεπτικός, είναι αβρός και χαριτωμένος κι όχι λιμάρης. Νταξ' δε λέω ότι ο Βιτάλης είναι λιμάρης, το παιδί, αλλά η κοινωνία στην οποία μεγάλωσε / μεγαλώσαμε αναμφισβήτητα είναι.

Το μέσο μαστάρι του Βιτάλη θα το ζήλευαν
κι οι γελάδες απ' τα αγροκτήματα Αρόζα.
(Αριστερά) Ωραίο σκίτσο και σκίαση, αλλά το βυζόμπαλο βυζόμπαλο,
τέλειο για πορνοταινία, εδώ όμως απολύτως φάλτσο κι άτοπο.
(Δεξιά) 4 μόλις καρέ μετά, μια μουτζούρα για το μπούτσο.
Ρε σεις, γιατί τώρα θυμήθηκα το Rosinski;;

Στα κείμενα του Τσιφόρου θα ταίριαζε το αισθησιακό κορμί κι όχι το πληθωρικό ή - ίσως καλύτερα - ο υπαινιγμός του γυμνού (στη σελίδα 10, ο Βιτάλης πλησιάζει πολύ κοντά σ' αυτό που εννοώ). Όχι εξαιτίας καμιάς ηθικο-διδακτικής ζοχάδας. Ο άξονας του Τσιφόρου είναι η τρυφερότητα και μόνο η τρυφερότητα για τον άνθρωπο, για όλους εκείνους τους λούμπεν χαρακτήρες του αστικού περιθωρίου, οι οποίοι παλεύουν, μισοί στο σκοτάδι, μισοί στο φως, για την επιβίωση, για την αγάπη, για μια ευκαιρία να ξεφύγουν. Η σεξουαλικότητα των ηρώων του ποσώς τον απασχολεί, παρά μονάχα σαν αφορμή, ως κίνητρο για τις δράσεις τους. Ακόμα κι όταν υπάρχει γυμνό ή σεξ στα γραπτά του, γίνεται μ' εκείνους τους χαρακτηριστικούς, τσιφόρειους υπαινιγμούς, δηλαδή με γλυκύτητα που θυμίζει τα ζευγάρια που αποσύρονται και σφαλίζουν τα πατζούρια όχι γιατί κρύβονται από κανέναν, σα να εμπλέκονταν σε κάτι μεμπτό, παρά γιατί προχωρούν σε κάτι που είναι πλέον δική τους και μόνο δική τους υπόθεση.

Λυρικότερος εδώ ο Βιτάλης, πολύ πιο κοντά στο
τσιφόρειο αίσθημα. Παρατηρείστε, πάλι, αυτό που
λέγαμε για την προοπτική: αλλού βάρκα, αλλού γιαλός.

Το σεξ στον Τσιφόρο έχει κάτι απ' την εσάνς των ερωτικών σκηνών του Τζέιμς Μποντ. Ποτέ δε φαίνεται το παραμικρό. Ο Μποντ δεν πηδάει για το σεξ - πόσοι θεατές το καταλαβαίνουν αυτό; - αλλά γιατι σε κάθε γυναίκα αγαπάει τη Γυναίκα. Δεν γαμάει για να ξεκαυλώσει, είναι η ίδια η κατάκτηση που τον τρελαίνει, τα υπόλοιπα αν μη τι άλλο είναι μπανάλ. Το σεξ του Μποντ δεν απευθύνεται στους λυσσάρηδες εφήβους, που θα μπορούσαν να την παίξουν ακόμα και με τη βιογραφία του Παΐσιου, αλλά στους άντρες που έχουν πλέον χορτάσει το ζώο μέσα τους κι έχουν ξεγκαβωθεί ότι υπάρχουν κι άλλα πράγματα στο κόσμο, εκτός απ' το πουλί τους. Θα μου πεις πόσοι τέτοιοι άντρες υπάρχουν; Εντάξει, ένας είμαι εγώ. Άλλος ένας είναι ο Μποντ. Γι' άλλους δεν ξέρω.

Τέλος πάντων, για να καταλάβετε, όσοι δεν γνωρίζετε, τι εστί Τσιφόρος, διαβάστε ας πούμε ένα μικρό απόσπασμα από τις Δίιες ερωτικές επιχειρήσεις, στη Μυθολογία του, και πείτε μου ...

" Περίμενε, λοιπόν, και μια σκοτεινή νύχτα, είχε παραφάει η Ήρα κι έριχνε κάτι ροχαλητά ξεγυρισμένα. Ο Δίας, σηκώθηκε ζούλα, ξυπόλητος, αμόλυσε κρυφά να μη τον δη κανά μάτι και να σου τον στην Κυλλήνη.
- Γεια σου μανούλα μου, Μαία.
- Καλώς τον.
- Τι λέτε, είσαστε δια μίαν μικράν πονηρίαν;
- Ενδροπή.
- Ναι, ενδροπή, δεν λέγω, αλλά είσθε;
Δεν απάντησε η Μαία κι άμα δεν απαντάνε οι Μαίες, κακόν της κεφαλής τους. Το οποίον, να και σου μένει έγκυος η Μαία".

ή λίγο πιο κάτω ...

" Ένας άλλος Τιτάνας - τους ρήμαξε τους Τιτάνες - ήτανε ο Κοίος που είχε γυναίκα την Φοίβη και κορούλα την Λητώ. Τούτη δω η Λητώ ήτανε πολύ τσαχπινάκι και του τάρριξε του Δία στα γεμάτα. Πολλά δεν ήθελε ο μπαγάσας ο Δίας.
- Κάτσε φρόνιμα Λητάκι γιατί εγώ είμαι αψύς.
- Έλατε καλέ.
Ελάτε καλέ, ελάτε καλέ, να έγκυος η Λητώ. "

[ Αποσπάσματα από την "Ελληνική Μυθολογία", Εκδ. Ερμής, σελ. 50 - 51 ]

Ούτε βυζόμπαλα, ούτε χοντράδες, ούτε βρωμιά, παρά λαμπερή ανταύγεια μεσημεριού, με τσιπουράκι, μεζέδες κι εύθυμη παρέα, αθώα πειράγματα, σκουντήγματα, χαχανητά και τσουγκρίσματα ποτηριών. Τσιφόρος φωτεινός κι ανέφελος, σαν το Αιγαίο του Ελύτη, χωρίς όμως την κατσούφικη βλοσυράδα της εμβληματικής ποίησης.

Παίρνω, όμως, το θράσος να συνεχίσω και να παραθέσω κι ένα ακόμα απόσπασμα, αυτή τη φορά από τον ίδιο τον καθαρματαίο Στηβ ...

" Τρεις το πρωί. Το καμπαρέ αδειάζει. Οι καλοί αστοί φεύγουν με συντροφιά, ή φεύγουν μόνοι τους, να ξεκουραστούν μέσα σ' έναν αθώο ή ένα πονηρόν ύπνο. Η Αντρέ χασμουριέται.
- Θέλεις να φύγουμε;
- Ναι. Μάλλον.
Στο δρόμο του πιάνει το χέρι.
- Θα σ' άρεσε να 'ρθεις μαζί μου, στο σπίτι μου;
- Ναι, αλλά ...
- Όχι, δεν υπάρχει κανείς. Είμαι μόνη.
Η σιτροέν κυλάει πέρα στην Αβενύ Φος και σταματάει σε μια θαμπή γκρίζα πολυκατοικία. Από το παράθυρο φαίνεται ένα κομμάτι του Αρκ ντε Τριόμφ.
Μια μικρή παρατήρηση. Τούτη δω η Αντρέ δεν ξέρει πού ακριβώς είναι ο διακόπτης. Σίγουρα το διαμέρισμα δεν είναι δικό της. Είναι ένα από τα χιλιάδες διαμερίσματα που νοικιάζονται για μια νύχτα στο Παρίσι.
Δικαιολογείται:
- Μέθυσα, ήπια πολύ.
Ανάβει.
Ένα κομψό εσωτερικό, επιπλωμένο με γούστο φουτουριστή ντεκορατέρ. Μπαράκι. Πικ απ. Βάζει ένα δίσκο με ακκορντεόν Τουλουζιάνικα, μια μουσική γεμάτη Παρίσι.
Τον αγκαλιάζει.
- Είσαι χαριτωμένος.
Κι αυτή είναι χαριτωμένη.
- Περίεργος που είναι ο θεός του έρωτα στο Παρίσι! αναστενάζει η Αντρέ. Σου στέλνει ένα σύντροφο γεμάτο ενδιαφέρον και χάρη. Ποιος να το 'λεγε ότι αυτό το παρ' όλιγον δυστύχημα ...
Σερβίρει δυο κονιάκ "Ναπολεόν", πίνει πρώτη.
- Στην υγειά σου, Έλληνα!
- Στη δική σου, κόμισσα ...
Γελάνε, φιλιούνται. Έξω περνάνε αραιά τ' αυτοκίνητα. Μια επιγραφή: "Σοκολάτα Μενιέ" αναβοσβήνει ενοχλητικά.
- Μένεις εδώ;
- Τρία χρόνια.
- Δεν έχεις φίλο;
Σηκώνει του ώμους της.
- Μια φορά πήρα έναν άντρα, από τότε σιχάθηκα όλους τους άλλους. Εκτός βέβαια από σένα. Τ' ε μπω γκαρ είσαι ωραίο παλληκάρι, το ξέρεις;
Ο Στηβ σβήνει το φως. Μόνο η επιγραφή που αναβοσβήνει φωτίζει τώρα τη σκηνή. Δεν γίνεται να δει κανείς καλά.
Μισή ώρα αργότερα δένει τη γραβάτα του. Εκείνη κάθεται και χαϊδεύει το μάγουλό της, έτσι σαν να της έγραψε κει απάνω μια βελούδινη ανάμνηση. "

[ Απόσπασμα από "Στηβ Το Χαρούμενο Κάθαρμα", Εκδ. Ερμής, σελ. 79-80]

Αυτός είναι ο Τσιφόρος, που αγαπήσαμε, που αγαπάμε ακόμα, ο διαχρονικός. Σύντομες κοφτές προτάσεις, λιτή μα όχι φτωχική περιγραφή, άριστη ισορροπία ανάμεσα στον κυνισμό μιας ματαιότητας και τη μελαγχολία μιας υπόσχεσης. Έχει καμία σχέση ο παραπάνω δωρικός λυρισμός του Τσιφόρου με βυζιά που ξεχειλίζουν ή μ' εκείνη την απίστευτη, όσο και ασυγχώρητη προστυχιά της σελίδας 40 "Μόλτο μπένε, μόλτο βγαίνε";

Όχι πείτε μου, ποια ποιητική μαλακία επέβαλε
αυτό το εξάμβλωμα, αυτή τη στυγερή , πισώπλατη
δολοφονία και ιεροσυλία επί του Νίκου Τσιφόρου;;

Αυτό το απόλυτο ξέρασμα, αυτόν τον ελμινθοβριθή έμετο, που οδηγεί το κόμικ σε αυτοκτονία, δια αυτο-σοδομισμού;; Κι εκεί που ήσουν έτοιμος να χαρίσεις στους δημιουργούς, έστω, μια ψήφο εμπιστοσύνης, αντ' αυτής τους χαρίζεις πέντε φάσκελα και άμε στο διάολο από 'δω, αλήτες, εσείς κι όλες οι γενεές, μέχρι το πρώτο ξανθό παιδί σας, να γεννιέστε μικροτσούτσουνοι.

Συγγνώμη για τη συναισθηματική φόρτιση. Αλλά έτσι ένιωσα, σαν πρωταντίκρυσα αυτή τη σιχαμάρα, σα να κατουρούσε κανείς στον τάφο του παππού μου. Με κατεβασμένο το καπάκι. Και πιτσιλώντας, επίσης. Στο επόμενο τεύχος, λίγα λόγια για τα κείμενα.