Saturday, July 23, 2022

Βασιλιάς Σκρουτζ ο Άλφα δίστονο

Προχθές, έπιασα να σιδερώσω κάτι ατυχήσαντα ΚΟΜΙΞ -μεγάλη ιστορία- κι όπως πάλευα με την τσάκιση του γιακά «βασιλιάς… Σκρουτζ… » μού ‘ρθε φλασιά, που λέει κι ο λαός. Mα τούτο ‘δω το χαμένο, το διάβαζα πριν κάτι μήνες στην τουαλέτα κι ήταν σε άριστη κατάσταση (και πριν αλλά και μετά την τουαλέτα). Πώς διάλο μαράζωσε έτσι το κατακαημένο, πώς γίνηκε μπουγελωμένο και κοτλέ;; Τώρα, τούτο το «πώς» δεν πρόκειται να μας απασχολήσει σήμερα, γιατί μόνον ο Θεός κι ο ένοχος γνωρίζει την αλήθεια και ο Θεός σίγουρα δεν ασχολείται με τα κόμικ(ς) μου. Πίσω τώρα στο θείο Σκρουτζ, δεν πέρασε πολύ ώρα (γιατί είμαι κι εξαιρετικά ευφυής, εκτός των άλλων), μέχρι να συνειδητοποιήσω τη συναρπαστική πραγματικότητα (τετριμμένη γνώση, φαντάζομαι, για τους ψαγμένους): υπάρχουν δύο Βασιλιάδες Σκρουτζ, άρα δύο ξεχωριστά τεύχη, τα οποία πολτοποίησε απλά η λήθη! Ένας Πρωτόπρωτος βασιλιάς κι ένας Δευτερόπρωτος, που για να τους ξεχωρίζει ο Τερζόπουλος βαφτίσε τον πρώτο «Πρώτο» και το άλλονε «Α΄», αλλά επειδή Τερζόπουλος ήταν αυτός κι όχι παίξε-γέλασε τον Πρώτο-πρώτο Σκρουτζ στο εξώφυλλο πάλι «Α΄» τον έχει! Κοίτα να δεις τι μαθαίνει, κανείς σιδερώνοντας! Μιλάμε, λοιπόν,, για δύο ξεχωριστά εγχειρήματα, ένα του Strobl το ’67 (ΚΟΜΙΞ #138) κι ένα του Jippes (ΚΟΜΙΞ #282) 40 χρόνια αργότερα! Αλλά τούτα είναι τετριμμένα κι εγκυκλοπαιδικά και μπορεί να τα διαβάσει κανείς σ’ οποιονδήποτε τσελεμεντέ της Ντίσνεϋ. Εμείς όμως, ως γνωστόν, απεχθανόμαστε τις αναπαραγωγές, είμαστε εραστές εκείνου του προσωπικού στοιχείου που έχει καθένας και καθεμία να προσφέρει (ας είναι και ανοησία), του ειλικρινούς ανακατώματος που φέρνει κάθε διαφορετική ιδιοσυγκρασία.

Φυσικά, η πρώτη και ακαταμάχητη επιθυμία είναι να πιάσει κανείς και να συγκρίνει τους δύο δημιουργούς μεταξύ τους, κάτι που θα επιχειρήσουμε αναφανδόν πιο κάτω. Δε θα του πάρει περισσότερο από τρία δευτερόλεπτα, ώσπου να καταλάβει πως οι δύο ιστορίες είναι σουρεαλιστικά πανομοιότυπες! Ρε μιλάμε για καρμπόν! Το στήσιμο των καρέ, η διάταξή τους στη σελίδα, τα πάντα όλα!! What the duck!? Η πρώτη μου αντίδραση προτού ξεφυλλίσω το τεύχος, δηλαδή συλλαβίζοντας απλά τον τίτλο, ήταν πως πρόκειται για κάποιας μορφής επετειακό αναμάσημα (αλλά ευτυχώς, γλιτώσαμε από τούτο το δαίμονα της ξεπέτας). Αλλά τώρα τι; Μήπως γύρευε ο Γίππες ν’ αποτίσει φόρο τιμής στον Στρομπλ, για κάποιο λόγο που μου διέφευγε; Ούτε κι αυτό, αλλά στο λογισμό μου έβαζε διαρκώς τρικλοποδιά ο άστοχος (αλλά παρόλα αυτά ορθός) υπότιτλος του εξώφυλλου: Το τελευταίο σενάριο του Καρλ Μπαρκς.

Γιατί όταν ο άλλος σου λέει «σενάριο», εσύ φαντάζεσαι αυτό ακριβώς: ένα σενάριο. Κι άμα σου λεει «ακετυλοσαλικυλικό οξύ» ή «κουράδα» φαντάζεσαι τα αντίστοιχα προϊόντα, αναλόγως. Αλλά εδώ δε μιλάμε για απλό σενάριο του Μπαρκς, που απλά πάτησε πάνω του ο Στρομπλ για ν’ αυτοσχεδιάσει. Δε μιλάμε ούτε καν για «πρωτόλειο storyboard» -όπως αναφέρεται στο συνοδευτικό άρθρο του τεύχους- αλλά για μία ιστορία πανέτοιμη και πλήρη από κάθε άποψη, όπως φαίνεται καθαρά εδώ . Για storyboard μιλάμε, συνήθως, στο στάδιο που στήνουμε μια αφήγηση κι ακόμη πειραματιζόμαστε, μουτζουρώνουμε, βάζουμε βελάκια, δηλώνουμε τις προθέσεις μας σε αδρές γραμμές, χτίζουμε τέλος πάντων μια εποπτεία και όλα αυτά τα χαριτωμένα. Τα σχέδια που μας άφησε παρακαταθήκη ο Μπαρκς, ωστόσο, δε χρειάζονται την παραμικρή παρέμβαση, παρά μόνο να πιάσει ο άλλος/άλλη το μολύβι και να «ξεπατικώσει» το δημιουργό με καθαρή γραμμή. Αυτό, σε καμία περίπτωση, δεν το παρουσιάζεις απλά ως «σενάριο» ή «storyboard». Για να 'μαστε ειλικρινείς, το μόνο που χρειάζεται να δουλέψει κανείς είναι οι εκφράσεις των παπιών. Τέλος πάντων, ούτε ο Στρομπλ τελικά αυτοσχεδίασε, ούτε ο Γίππες αντέγραψε τον Στρομπλ για τον ψι ή ζεντ λόγο, αλλά ίσα-ίσα και οι δύο υποκλίθηκαν με σεβασμό στον προγενέστερο δάσκαλο που τους προετοίμασε το δρόμο με μαγεία και μεράκι.

* * *

Δε χρειάζεται, τώρα, να συγκρίνει κανείς/καμία παρά μόλις λίγες σελίδες, ώσπου να διαπιστώσει ότι ο Στρομπλ κάνει διάφορες κουτσουκέλες, ο Γίππες ωστόσο δεν αποκλίνει στο παραμικρό από το αρχικό στήσιμο του θείου Καρλ. Προοπτική, αναλογίες, αποστάσεις ... ο Γίππες επιτυγχάνει ένα μικρό θαύμα τιμής και γίνεται για λίγο Μπαρκς. Εδώ, δε χρειάζεται ούτε να αναζητήσουμε, ούτε να κρίνουμε άλλες ιδιότητες του κομίστα -αφού δανείζεται όλα τα υπόλοιπα στοιχεία έτοιμα- παρά μόνο το ισχυρό πενάκι του. Ο Γίππες -το ξέραμε ήδη- κατέχει ένα σπάνιο ταλέντο. Δεν είναι μέτριος προς καλός, ούτε ζορίζεσαι να του φερθείς ευγενικά για να μην τον πάρει ο διάολος, δεν είναι ας πούμε ένας άλλος Freddy Milton, ούτε οι αδελφοί Χέυμανς. Είναι απλά τεράστιος και άνετος. Τα παπιά του είναι ευλύγιστα κι εκφραστικά, είναι ζωντανά και γεμάτα σφρίγος, οι ματιές, οι κινήσεις τους φανερώνουν κάποιον εσωτερικό κόσμο και δεν εξαντλούνται στο επίπεδο του τυπωμένου χαρτιού, τα σχέδιά του είναι συμμετρικά και συνεπή. Η δουλειά του Γίππες είναι κατά κάποιον τρόπο υπεράνω κριτικής, ώστε αν χρειαζόταν να κρίνει κανείς κάτι θα ήταν αναγκασμένος να προσπεράσει τον ίδιο και να μιλήσει για καθαυτόν τον Μπαρκς ή, έστω, για τις εκδοτικές επιχειρήσεις σαν παρεμβαίνουν με τον άλφα ή βήτα τρόπο.

Τώρα θα πει κανείς ότι αποδίδοντας όλες αυτές τις αρετές στον Γίππες, υπονοώ ότι τις στερείται αντιδιαμετρικά ο Στρομπλ, αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια. Καταρχάς, ο Στρομπλ παρεκλίνει ελαφρά στην προσέγγισή του. Όχι τίποτε σοβαρά πράματα, πταίσματα. Από αισθητική άποψη, η δουλειά του φαίνεται περισσότερο ναΐφ και στατική, αλλά τούτο μόνο με μια πρόχειρη κι επιπόλαιη ματιά. Αν επιμείνει και συγκρίνει κανείς καρέ-καρέ τους δύο δημιουργούς (ενν. Στρομπλ-Γίππες) γίνεται όλο και πιο δύσκολο να εκφράσει με σαφήνεια τον ακριβή τρόπο με τον οποίο φανερώνεται αυτή η διάσταση, με ποια τεχνική ή καλλιτεχνική επιλογή εκδηλώνεται το χαρακτηριστικό της στατικότητας (ή άλλο) και με ποιαν αποκρύπεται. Παρακάτω θα επιχειρήσω μερικές παρατηρήσεις, αλλά σε καμία περίπτωση δε πρέπει τούτα τα ληφθούν ως τετελεσμένα ή ως κανόνας. Όπως θα δούμε, τα περισσότερα στοιχεία στα οποία θ' αναφερθούμε δεν τηρούνται απαρέγκλιτα κι ως εκ τούτου θα πρέπει να αναζητήσουμε το τελικό μας αίσθημα στο σωρευτικό τους αποτέλεσμα μάλλον, παρά στη δράση καθενός από αυτά ξεχωριστά.

Να τολμήσω και μιαν υπόθεση, την οποία βαριέμαι τώρα να διασταυρώσω, πως δηλαδή οι άνθρωποι που δεν ήταν πάντα καθαροί κομίστες, αλλά πέρασαν νωρίτερα από το χώρο του animation τείνουν να δημιουργούν περισσότερο λιτά κι απέριττα πλάνα, εστιασμένα μόνο στα ελάχιστα εκείνα στοιχεία που προωθούν τη δράση. Στο βαθμό που τούτο έχει κάποια βάση, μας υποχρεώνει να παραδεχτούμε ότι η σωστή οικονομία του καρέ είναι κι αυτή με τη σειρά της ένα ξεχωριστό ταλέντο -έχοντας πάντα ως μέτρο το είδος του κόμικ που υπηρετείται (θα ήταν αδύνατον, ας πούμε, να φανταστούμε έναν Αχιλλέα Ταλόν στερημένο απ' όλα εκείνα τα πικάντικά που πλαισιώνουν τη δράση και φορτώνουν τα πλάνα του Greg). Ως εκ τούτου, αν συγκρίνουμε τα δύο καρέ από την αγορά της Βαγδάρτης (και το γεγονός ότι ο Γίππες αντιγράφει πιστά τον Μπαρκς) ποιο μέτρο θα διαλέξουμε για σύγκριση; Γιατί αν διαλέξουμε την αισθητική απόλαυση πρέπει να ομολογήσουμε ότι η τέχνη του Γίππες χορταίνει αναντίρρητα το μάτι, αν όμως διαλέξουμε την αισθητική οικονομία τότε πρέπει να παραδεχτούμε ότι η απλότητα του Στρομπλ δεν προδίδει στο παραμικρό το αίσθημα εκείνο, το οποίο καλείται να καλλιεργήσει η πλοκή. Άσε που παραδίδει και γρηγορότερα στον εκδότη.

Φυσικά κι υπάρχει αντίλογος και θα μπορουσα ν' ανταλλάζω επιχειρήματα, αυνανιζόμενος με τον εαυτό μου, μέχρι τα ξημερώματα. Ο Γίππες, με την πλούσια γραμμή του, αναγκάζει το μάτι για λίγο να σταθεί, να συνειδητοποιήσει πού βρίσκεται, να χορτάσει τούτο το ταξίδι στο παρελθόν. Αντίθετα, η απλότητα του Στρομπλ δε σ' αφήνει να ξεχάσεις πως πρόκειται για μια παρένθεση, μια διήγηση, η αληθινή δράση εκτυλίσσεται αιώνες αργότερα γι' αυτό δεν πρέπει να σταθείς εδώ περισσότερο απ' όσο χρειάζεται, δεν είναι ένας κόσμος που πρέπει να χορτάσεις. Από την άλλη, θα μπορούσε ν' αντιγυρίσει κανείς, ο Μπαρκς έδωσε στα προσχέδιά του σαφείς οδηγίες για την ακριβή περιγραφή της εποχής, παραπέμποντας σε κάποιο αντίστοιχο τεύχος του National Geographic, που σημαίνει πως ζητούσε εμμέσως-άμεσα να χτίσει με ευθύνη ένα αίσθημα στην καρδιά του αναγνώστη/στριας κι όχι να υποτάξει τα πάντα στην ροή της πλοκής. Στο κάτω-κάτω, η μελαγχολία μιας ανάμνησης αποτελεί ζωτικό στοιχείο της ατμόσφαιρας τούτης της διήγησης. Όπως το 'πα. Θα μπορούσα να συνεχίσω μέχρι τα ξημερώματα, μ' ετούτο το μπαλάκι.

Ωστόσο, πριν φτάσουμε σ' αυτά τα εξειδικευμένα, ας πάμε να κουτσομπολέψουμε -έτσι για τη χαρά του κουτσομπολιού- συγκρίνοντας ολόκληρη την πρώτη σελίδα σε καθεμία από τις τρεις εκδοχές, να τις φχαριστηθούμε, γιατί φυσικά δεν υπάρχει περίπτωση να πιάσουμε όλο το κόμικ σελίδα-σελίδα ...

Uncle Barks VS Strobl
Uncle Barks VS Daan Jippes

Λοιπόν, πείτε μου την αλήθεια, το πρώτο που σκεφτήκατε δεν είναι το πόσο πιστότερος είναι ο Γίππες στο θείο Μπαρκς;; Στο πρώτο καρέ, οι βασιβουζούκοι πίσω απ' την πόρτα είναι όντως τρεις, στο δεύτερο καρέ η παπιο-οικογένεια βρίσκεται στην απόσταση που τη θέλει ο Μπαρκς κι ούτε μέτρο πλησιέστερα, στα καρέ 3 και 4 τ' ανηψάκια αριθμούνται χωρίς τις εκπτώσεις του Στρομπλ. Θα τολμούσαμε ίσως κι ετούτη την υπόθεση: ο Γίππες το 2007 προσπαθεί όντως ν' αποδώσει φόρο τιμής σε έναν άνθρωπο, του οποίου η φήμη έχει (όχι αναίτια) γιγαντωθεί με το χρόνο, κι ως εκ τούτου υποκλίνεται με όποιον τρόπο μπορεί να φανταστεί στην κληρονομιά που του παραδίδεται. Από την άλλη, ο Στρομπλ το '67 δεν είναι παρά ένας απλός διεκπεραιωτής, ένας επαγγελματίας που πρέπει να γεμίσει ένα ακόμα τεύχος, ακολουθώντας απλά το σενάριο του προκατόχου του. Πόσοι άνθρωποι στον κόσμο, την εποχή εκείνη, γνώριζαν ποιος διάολο είναι ο Μπάρκς (κι ο πάσα ένας) κι από πού κρατά η σκούφια του; Στην Ελλάδα, χρειάστηκε να περιμένουμε ίσαμε το 1988 (ΚΟΜΙΞ #1) για να καταλάβουμε ποιος κρυβόταν πίσω απ' όλες αυτές τις υπέροχες ιστορίες που μας συντρόφευαν στα παιδικάτα μας. Άλλη εποχή, λοιπόν, άλλη αντιμετώπιση. Αλλά μην το πάμε και πολύ μακριά: φανταστείτε ν' απέδιδαν στον... Φρέντυ Μίλτον ετούτη την τιμή, να φέρει δηλαδή εις πέρας τούτο το «τελευταίο» σενάριο του θείου Καρλ!! Ε; για φανταστείτε!! Τι ακούω, λεει;; Δε θέλετε ούτε να το φανταστείτε!; Δειλοί!!

Μέσα σ' όλα ετούτα, εδώ κι εκεί, ξεπετάγονται και μερικές χαζοχαρούμενες απορίες, αλλά δεν παύουν να είναι απορίες. Για παράδειγμα, τι ζόρι τραβούσε ο/η του lettering και άλλαξε το «μέντιουμ και καφετζούδες» σε «καφετζούδες και μέντιουμ»; Ποια είναι η προτεινόμενη φροϋδική εξήγηση; Ή πάλι γιατί στην εκδοχή του Στρομπλ είναι bold όλη η έκφραση «μάντης απ' την Ανατολή», ενώ στην άλλη του Γίππες μόνο τα «μάντης» και «μοίρα»; Εύκολο, θα μας πει κανείς: έτσι ακριβώς είναι υπογραμμισμένα από τον ίδιο τον Μπαρκς. Ωραία θα του αντιγυρίσουμε, τότε γιατί στο τέταρτο καρέ είναι bold ο «απατεώνας» και όχι το «αποδεικνύει»;; Μήπως γιατί ζούμε στην Ελλάδα και το πρώτο μας είναι προσφιλέστερο; Κι ακολουθούν ακόμα περισσότερα κουλουβάχατα. Για παράδειγμα, από την πρώτη σελίδα (αλλά κι άλλες αφορμές) ψυχανεμιζόμαστε πως στην δεύτερη εκδοχή (του Γίππες) ο μεταφραστής προσπαθεί να είναι πιστότερος στο πρωτότυπο κείμενο και μπράβο του παιδιού. Ωραία! Αλλά τότε πως εξηγείται πως στην εικοστή σελίδα αφαιρείται η φράση «Μπορείς να γυρίσεις πίσω στο 1967», μαζί με την υποσημείωση, τα οποία πολύ ορθά υπήρχαν στο #138 (εφόσον έτσι τα έγραψε κι ο Μπαρκς) αλλά στο #282 έγινε «Τώρα μπορείς να επιστρέψεις στο σήμερα»;; Δηλαδή; ποιο σήμερα; το σήμερα του 2011 όταν εκδόθηκε το τεύχος ή το σήμερα του 2022 που το ξαναδιαβάζω;; Τι βλακείες είναι αυτές; Λες και το αναγνωστικό κοινό του 2011 ήταν χαζό και θ' αδυνατούσε να παρακολουθήσει τη συλλογιστική του 1999. Να στάξω το φαρμάκι μου; Το ερώτημα είναι ρητορικό. Μάλλον το 2011 το ΚΟΜΙΞ είχε ήδη μεταθέσει το κέντρο βάρους από τη συλλεκτικότητα που κάποτε πρέσβευε, στην αηδιαστική εμπορικότητα που αντιπροσώπευε πλέον και το Μικρό Μίκυ. Προφανώς, γύρευαν οι Τερζοπουλαίοι να «πιάσουν» και το μικρότερο εκείνο ηλικιακά κοινό που δεν καταλάβαινε από στόχους ή τέτοια κι απλά χάζευε τις εικόνες. Τι να σκας, τώρα, να τους εξηγείς ποιος ήταν ο Μπαρκς και πως υπήρχε πράγματι ένα έτος, κάποτε, που το 'λεγαν 1967.

Μια που πιάσαμε, λοιπόν, τις κριτικές ας το πάμε μέχρι τέρμα ...

Παρατήρηση #1

Κι όμως, τα παπιά του Στρομπλ πάσχουν από νευροκαβαλίκεμα. Ίσως, τούτος να ‘ναι κι ένας απ’ τους λόγους που κινησιολογικά δίνουν την εντύπωση του στατικού. Ο Γίππες δε διστάζει να μας δείξει την καραφλά καθενός ανφάς. Ο Στρομπλ παλεύει, σώνει και καλά, να φαίνεται κάθε φορά ένα τουλάχιστον μάτι, ακόμη και με γυρισμένη πλάτη. Τα παπιά του λες και φοβούνται να γυρίσουν το κεφάλι εντελώς, μήπως αν χάσουν απ' το μάτι τους τον αναγνώστη αυτός θα βαρεθεί και θα φύγει. Κανείς δε θα μάθει ποτέ από ποιο ψυχιατρικό ή αντιληπτικό υπόβαθρο πηγάζει η τακτική ετούτη. Αυτό στο οποίο δεν πρέπει να παρασυρθεί, ωστόσο ο βιαστικός αναγνώστης, είναι να το εντάξει στα συγκριτικά μειονεκτήματα του καλλιτέχνη. Ίσα-ίσα, είναι ένα από εκείνα τα χαρακτηριστικά που επικυρώνει την μοναδικότητα του ύφους και της ιδιοσυγκρασίας. Τέχνη υψηλή ή χαμηλή, πάντοτε τέχνη, δε θα πρέπει να κρίνεται με μέτρο την πραγματικότητα, αλλά ακριβώς το αντίθετο: θα πρέπει να κρίνεται με μέτρο την ποιότητα αλλοίωσής της.

Λίγο ακόμα και τ' ανηψάκια του Στρομπλ θα μπορούν να δουν τ' αυτιά τους.

Παρατήρηση #2

Συνεχίζοντας στο ίδιο ορθοπαιδικό πλαίσιο, οι φιγούρες του Στρομπλ μοιάζουν -πολύ περισσότερο κι απ' το νευροκαβαλίκεμα- σα να ‘χουν καταπιεί στέκα. Αν κάνεις το «λάθος» να τις βάλεις δίπλα-δίπλα σ’ εκείνες του Γίππες, το λιγότερο θα τους γράψεις παραπεμπτικό για μαγνητική. Ετούτο το αφηρημένο αίσθημα κινητικής ακαμψίας, σε συνάρτηση με τα προηγούμενα, ενισχύει πιθανότατα αυτό το αίσθημα της στατικότητας, το οποίο αποδίδεται συχνά στον Στρομπλ. Ανεφαλαιώνοντας, λοιπόν, θεωρώ πως ο τελευταίος ισχυρισμός έχει κάποια βάση και μάλλον δικαίως αποδίδεται στον καλλιτέχνη, δίχως ωστόσο αυτό να τον καλουπώνει 100%. Σκιαγραφεί ωστόσο χαρακτηριστικά κάποιες σημαντικές υφολογικές του ροπές.


Παρατήρηση #3
 
Το παρακάτω, ωστόσο, έχουμε περισσότερα δικαίωματα να το εντάξουμε στα μειονεκτήματα: ο Στρομπλ παρουσιάζει μια διαρκή αστοχία να τοποθετήσει μια ολόκληρη φιγούρα μες στο πλάνο. Λίγο το πόδι, λίγο ένα χέρι, λίγο ο μισός κώλος, πάντα κάτι βρίσκεται μισοφαγωμένο, κάτι θ’ απορρίπτεται στα αζήτητα του κομιξικού υπερπέραν. Το συνοδευτικό αρθράκι του ΚΟΜΙΞ #138 που μας μεταφέρει λίγη από τη γκρίνια του Στρομπλ για ορισμένους σεναριογράφους, μας προκαλεί να του απαντήσουμε. «Τοποθετούν» λέει «σε ένα μόνο καρέ τρία ή τέσσερα πρόσωπα που μιλάνε, συν ένα κοπάδι από άλλα έξι ή οκτώ πρόσωπα. Σπανίως σου αφήνουν χώρο να σχεδιάσεις». Γνώμη μας ότι εδώ ο Στρομπλ στέκεται άδικος, έτσι όπως πάσχει από δομική αχωρεσιά. Και δυο φιγούρες να τον βάλεις να σχεδιάσει σε καρέ Α3 και πάλι θα τα καταφέρει να χάσει τη μισή, όπως παρακάτω.
 
Παρατήρηση #4
 
Κάπου το λέει ωραία, στο ίδιο άρθρο του ΚΟΜΙΞ: οι φυσιογνωμίες του Στρομπλ διακατέχονται από μια στωική αταραξία, ακόμα και στις πιο κρίσιμες στιγμές. Είναι όμως αλήθεια; Είναι οι φιγούρες του Γίππες ζωτικότερες κι αν ναι πως τα καταφέρνει ο ένας ή αποτυγχάνει ο άλλος; Θα πρέπει πριν απ’ όλα να παραδεχτούμε ότι ο Στρομπλ δεν αποφεύγει εκτροχιασμούς από τη συνταγή του θείου Καρλ, όταν του φαίνεται προτιμότερο. Ο Στρομπλ υπηρετεί περισσότερο την ιστορία όπως την αισθάνεται, ο Γίππες υπηρετεί περισσότερο τον Μπαρκς. Έτσι, αντίθετα απ’ ότι θα περίμενε κανείς, υπάρχουν καρέ, όπως φαίνεται παρακάτω, όπου ο Σκρουτζ σφραγίζει με μανία και μαχητικότητα την πύλη του θησαυρού, κατί που προσωπικά μου φαίνεται περισσότερο ταιριαστό από τη φοβισμένη παθητικότητα του Μπαρκς, την οποία «αντιγράφει» με τη σειρά του ο Γίππες. Πάει να πει, όταν θέλει ο Στρομπλ αποκτά ενέργεια και πάθος, όταν οι άλλοι παραμένουν μετριοπαθείς. Αλλά και πιο κάτω, όταν ο Σκρουτζ, πιασμένος κορόιδο, αγωνιά τουλάχιστον για τη μοίρα της πόλης του, η έκφραση ανησυχίας που επιλέγει ο Στρομπλ κερδίζει την ψήφο μου, σε σχέση με τη μαγκιά κλανιά η οποία φαντάζει  παράφωνη, για κάποιον που μόλις συνειδητοποίησε την ήττα του. Αν, λοιπόν, επικεντρωθεί κανείς στα σημεία, αλλού χάνει ο Στρομπλ κι αλλού κερδίζει, παρότι γενικά οι φυσιογνωμίες του έχουν όντως μια αφηρημένα γελαδίσια διάσταση, αφήνοντας (ίσως όχι αδικαιολόγητα) μια επίγευση περισσότερο μονοδιάστατη απ' όση πραγματικά αναλογεί στον δημιουργό.



Παρατήρηση #5

Για να μην αφήσουμε και τον Γίππες στο απυρόβλητο, έτσι για την τήρηση κάποιων τύπων και ισορροπιών, πιάνει ο μάστορας το πινέλο με το μελάνι (στο βαθμό που το κάνει ο ίδιος) κι ώρες-ώρες του γαμά τη μάνα, που λέει και πάλι ο λαός μας (γιατί εγώ δε μιλάω μ’ αυτόν τον τρόπο). Κι έτσι, ενώ (βλ. παρακάτω) από τη μία πετυχαίνει σκάλες ανώτερη ακτίνωση στον ουρανό, σε σχέση με τον τσαπατσούλη Στρομπλ, από την άλλη δίνει (κυριολεκτικά) μια στον κουβά με το μελάνι και τα κάνει όλα μαντάρα, υποβιβάζοντας ανεπανόρθωτα τούτο το -υποτίθεται- επικό πανόραμα της ερήμου σε μια μουτζούρα και μισή. Βάζω στοίχημα δυο μπύρες πως το φόρτωσε στο βοηθό του Παρασκευή απόγευμα κι εκείνος την κοπάνησε για το εξοχικό του.

Κι όμως, ο Γίππες είναι ο κάτου!

Να, πιο κάτω, άλλη μια μικρή λεπτομέρεια που προσέχει ο Στρομπλ και μ' αρέσει. Το μελανωμένο πίσω βέλος δίνει πολύ άμεσα και κομιξικά την αίσθηση του βάθους, πολύ καλύτερα -κατά τη γνώμη μου- απ' την επίπεδη επανάληψη του Γίππες. Λεπτομέρεια, θα μου πεις, ναι, αλλά πολύ γλυκιά λεπτομέρεια.

Παρατήρηση #6

Ε, να μην αφήσουμε και το ΚΟΜΙΞ παραπονεμένο! Από τότε που οι οργιώδεις γραφίστες του Τερζόπουλου ανακάλυψαν το Gradient Tool το ‘καναν μεταμόσχευση στο δεξί ημισφαίριο του εγκεφάλου τους και πάθαιναν σύνδρομο στέρησης άμα περνούσαν λίγα λεπτά χωρίς να πασαλείψουν και καμιά δεκαριά καρέ. Αυτό το (πράγματι) τόσο ισχυρό εργαλείο έγινε στα χέρια τους ότι και του τσουτσούνι στα χέρια του αυνάνα, που δεν ξέρει πότε είναι η κατάλληλη ώρα να το πιάσει και πότε να το αφήσει. Το αποτέλεσμα; ένα απίστευτα κουραστικό -να το πούμε αδόκιμα- αιθέρωμα, μια ομιχλώδης βαρετή ομοιομορφία, όπου καμία απόχρωση δεν πατάει γερά στο χαρτί, μ' αντιθέτως είναι όλες βγαλμένες απ’ τον κόσμο του ονείρου. Για μια τόσο σημαντική δουλειά, για μία ακόμη φορά, επιλέχθηκαν απλοί διεκπεραιωτές γραφίστες, παρά άνθρωποι με ουσιαστικό αισθητικό κριτήριο, με αγάπη για το κόμικ και την ιστορία του, με επίγνωση της ευθύνης τους. Ο χρωματισμός αυτής της «σχολής» δεν είναι καν καλλιτεχνική πρόταση για τον απλό λόγο πως εφαρμόζεται αδιακρίτως χωρίς σκοπό (άλλον απ’ τον εντυπωσιασμό) κι όχι με κάποιο αισθητικό ζύγισμα, μιαν επιμέλεια, κάποια περίσκεψη.

Άντε να παραδεχτώ πως είναι μια αισθητική πρόταση. Απλά δε συμφωνώ!

Χιλιάδες φορές ανώτεροι οι επίπεδοι χρωματισμοί της κομιξικής αρχαιότητας, οι οποίοι τουλάχιστον τιμούσαν το καθαρό σχέδιο του ντισνεϊκού κόσμου, χιλιάδες φορές ανώτερες ακόμα κι εκείνες οι οικονομικές εναλλαγές μεταξύ έγχρωμων κι ασπρόμαυρων δισέλιδων, οι οποίες πλούτιζαν την αντίληψη με εναλλακτικά αισθητικά κριτήρια. Αλλά ορίστε (βλ. επόμενη εικόνα) μια ουσιαστική αντιπρόταση από την το περιοδικό UNCLE SCROOGE #345, η οποία -ασχέτως αν σας αρέσει ή όχι το αποτέλεσμα- αποτελεί ωστόσο άποψη και όχι χωριατιά. Αποτελεί άποψη καθώς η χρήση των χρωματικών εργαλείων ζυγίζεται ως προς το τι εξυπηρετεί, πώς το εξυπηρετεί και πότε. Για παράδειγμα, η σκίαση της άμμου δε γίνεται με ένα ξερό, μονοκόμματο gradient, παρά υπολογίζεται επιμελώς το σχήμα της παρέμβασης, ώστε να τονιστεί όχι απλά ένα αόριστο βάθος, αλλά η στερεά φύση και το σχήμα της θίνας. Δεν είναι δα και τίποτα πυρηνική φυσική! Για τον ουρανό πάλι -απρόσμενη έκπληξη- δεν επιλέγεται εμμονικά το γαλάζιο και ξανά το γαλάζιο, αλλά ενίοτε και το βαθύ του δειλινού, ώστε ο μάγκας ή μάγκισσα που ανέλαβε τούτο το έργο, πέτυχε να διαχωρίσει και χρωματικά τους δύο κόσμους, το σύγχρονο απ’ τον αλλοτινό. Εξαιρετικό τόλμημα κι από Δευτέρα αναλαμβάνει το απουσιολόγιο. Παρατηρήστε ακόμη συνολικά την σελίδα, με πόση οικονομία γίνεται χρήση του gradient ώστε να επιτευχθεί ένα πλούτισμα ίσα-ίσα, ώστε να συνιστά ακριβώς πλούτο και όχι το πασάλειμμα του αρχοντοχωριάτη! Προσέξτε, ακόμη, πόσο όμορφα αναδεικνύονται οι περσικές τιάρες με το διπλό χρωματισμό, παρά μ’ εκείνο το σκοτεινό μουτζούριασμα στο ΚΟΜΙΞ #138.

 
Στην εκδοχή, βέβαια, του Γίππες δε συμβαίνουν αυτά τα χάλια. Το πιθανότερο γιατί τα έστειλαν από την Ολλανδία έτοιμα, αφού κατάλαβαν με τι ερασιτέχνες είχαν να κάνουν αλλού. Και στην αντίστοιχη έκδοση του γαλλικού PICSOU συναντάμε τους ίδιους ακριβώς χρωματισμούς, γεγονός που ενισχύει την άποψη τούτη, πως δηλαδή δεν αφέθηκαν περιθώρια για παρεμβάσεις στους μεσάζοντες.

Καιρό είχαμε να τα πούμε και μάλλον καιρό θα ξανακάνουμε, αλλά προς το παρόν αυτά! Καλό καλοκαίρι σε όλες και όλους!! :)


No comments:

Post a Comment