Η επίτευξη της χρυσής τομής στη συνταγή, η τέλεια αναλογία δηλαδή μεταξύ των μερών, αλλά και των μερών με το σύνολο, αποκαλύπτεται περίτρανα στον αντίκτυπο που έχει το έργο, στο πρόσωπο του μέσου αναγνώστη (εμού εν προκειμένω). Ενθυμούμαι - με αφειδώλευτη συγκίνηση - τα ζεματιστά καλοκαίρια εις Λουτρακίους, ένθα η εισήγηση του μεσημεριανού ύπνου είχε πάντα ήχο και άρωμα πολυκαιρισμένων χαρτιών. Βλέπεις, καλέ αναγνώστη, στους πάγκους του λατρεμένου Πρακτορείου Εφημερίδων & Περιοδικών περίμεναν έτη επί ετών οι σωροί με τα παλιά τεύχη, απ' ό,τι τεύχος μπορούσε να φανταστεί και να επιθυμήσει η παιδική φαντασία: τίποτε λιγότερο, δηλαδή, από τα πάντα.
Για κάποιο άρρωστο, φροϋδικό λόγο, την τιμητική τους τότε κατείχαν οι ανεκδιήγητοι ΑΝΤΙΡΙΞ & ΣΥΜΦΩΝΙΞ, όπου με τρόπο τινά μαγικό κατάφερναν - σχεδόν πάντα - να μου κόβουν την ανάσα απ' το ασυγκράτητο, νευρικό γέλιο. Ασυνείδητα, θεωρούσα - τότε - με όλο μου το είναι, ότι δεν υπήρχε περίπτωση στο απιθανικομμύριο, να διαβάσω ποτέ στη ζωή μου κάτι πιότερο ξεκαρδιστικό από το μαλακάκο IBANEZ. Σήμερα, χαζεύοντας τα ίδια ακριβώς τεύχη, έχω πάει στο άλλο άκρο: βαρετά, φτωχά, ευτελή και άδικα αποτυχημένα - δηλαδή μια χαμένη ευκαιρία. "Ε και;" θα μου πείτε "χεστήκαμε". Μπάστα και δεν τελείωσα. Γιατί τα λέω όλα αυτά, λοιπόν, εκτός από εμετική φλυαρία, ποιητική αδεία και φιλοδοξία να γίνω δεύτερος Δοστογιέφσκι, που - όπως λένε οι κακές γλώσσες - πληρωνόταν με τον όγκο;
Παραμιλώ, λοιπόν, για το συγκριτικό του πράματος. Ενώ, δηλαδή, υπάρχουν comics τα οποία με την πατίνα του χρόνου ξεθυμαίνουν, κιτρινίζουν και γαριάζουν, υπάρχουν άλλα που διατηρούν τη φρεσκάδα τους ανεξάντλητη, σα να μην πέρασε μια μέρα από εκείνα τα ζεστά λουτρακιώτικα μεσημέρια. Όπου, κρατώντας ένα Λούκυ Λουκ στα χέρια, μπορεί να μην ξεσπούσες σε σπαρταριστές κραυγές κάθε τρεις και λίγο, στεφάνωνε όμως το πηγούνι σου ένα μόνιμο, ζεστό χαμόγελο, σκάζοντας εδώ κι εκεί ένα πνιχτό γελάκι. Κι όμως, η γλυκιά ετούτη διακριτικότητα, παρ' ότι έχανε εν πρώτοις στα σημεία, έκρυβε ωστόσο μέσα της μια δύναμη δυσανάλογα βαθύτερη, από εκείνη του διονυσιακού ξεσαλώματος. Όχι μόνο γιατί, διαβάζοντας την ίδια και την ίδια ιστορία στα 10, 20, 30 ή 40 σου, το χαμόγελο αυτό επανεμφανίζεται ξανά και ξανά με την ίδια γλύκα, την ίδια ακόρεστη αφέλεια, αλλά και για έναν λόγο ακόμη, ουσιαστικότερο και πιο δύσκολο να συλληφθεί απ' τον όγκο των συμφραζομένων.
Είναι γιατί το ακατάσχετο ξέσπασμα μέχρι δακρύων σε άφηνε κατόπιν αποκαμωμένο και αδειανό, έχοντας θυσιάσει κάθε νοητική ενέργεια, στο βωμό της υπερβολής. Αυτό που (δε) νιώθεις είναι πως τελικά σ' έχουν χρησιμοποιήσει ως παθητικό δέκτη, ώστε να σε αποτελειώσουν με απανωτά χτυπήματα γκροτέσκου και κακαισθησίας. Από την άλλη στέκεται η χαλαρή δύναμη, η ποιότητα εκείνη που σε βλέπει στα ίσα και ζητάει συμμέτοχο ή συνένοχο. Γιατί δίχως τη συνενοχή του νου, δίχως το πονηρό κλείσιμο του ματιού, που απαιτεί από σένα (τον αναγνώστη) να πιάσεις το υπονοούμενο ή την ικανότητα μιας στοιχειώδους μετάφρασης, μιας δεύτερης ανάγνωσης, το μεγαλύτερο μέρος ενός Λούκυ (ενός Goscinny κατ' επέκταση) πηγαίνει στράφι κι άκλαυτο, περνάει ανέγγιχτο κι ανυποψίαστο.
Ακόμα κι ένα ζώον μπορεί να καταλάβει και να γελάσει με μια χοντροκομμένη κλωτσιά που δόθηκε. Χρειάζεται ωστόσο ένα διαφορετικό υπόβαθρο, ώστε να γίνει αντιληπτή η κλωτσιά εκείνη που δεν δόθηκε. Όταν κλείνεις ένα Λούκυ Λουκ (ή γενικότερα ένα έργο, της λαμπρής εκείνη Goscinny-ας εποχής) αισθάνεσαι πλήρης και όχι αδειανός. Αισθάνεσαι εξυπνότερος και όχι χάχας. Αισθάνεσαι πλουσιότερος και σίγουρα όχι ακριβώς ο ίδιος, με το άτομο εκείνο που ξεκίνησε να διαβάζει λίγα λεπτά νωρίτερα. Μήπως αυτό δεν είναι κι η Τέχνη από μια άποψη; Εκείνη η εμπειρία που δε σ' αφήνει αδιάφορο ή αμετάλλαχτο, αλλά πριν καλά καλά το καταλάβεις έχει χτίσει στο είναι σου καινούργια μονοπάτια κι εσύ στέκεσαι ήδη στα μισά του δρόμου.
Ο εκπληκτικός Morris δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από το μεγαλείο του συνεργάτη του, στο δικό του ωστόσο τομέα. Ο Morris της περιόδου αυτής δεν είναι ούτε ο πρώιμος Morris, που ακόμη γυρεύει το στιλ του με καρικατούρες αφελείς και μαλθακές, ούτε ο ύστερος Morris, που έχει πλέον πλαδαρέψει κι ίσως-ίσως βαρεθεί και λιγάκι. Είναι ο Morris ο Κορυφαίος, με σκίτσο και γραμμές ζωηρά και σίγουρα, πενάκι σταθερό και συνεπές στις προθέσεις, καρικατούρες εξαιρετικής αφαίρεσης χωρίς να γίνονται πρόχειρες κι άριστο μινιμαλισμό του αγριο-δυτικού περιβάλλοντος χώρου (εσωτερικού ή εξωτερικού), ο οποίος ουδέποτε εκπίπτει σε φτώχεια ή αδαημοσύνη. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι πίσω από τις γραμμές του Morris του Κορυφαίου, υφέρπει μια λανθάνουσα ειρωνία. "Πίσω απ' τις γραμμές" εννοώ, δηλαδή, όχι με αυτό που σχεδιάζει, παρά με τη μανιέρα που το σχεδιάζει. Μανιέρα, η οποία δένει αόρατα και απαράμιλλα με το ορατό χιούμορ του σεναρίου. Πολύ δε περισσότερο, το συμπληρώνει και το ολοκληρώνει.
Καθένας με τον πόνο του... |
Αυτό το χιούμορ, ούτε περιγράφεται, ούτε γίνεται ανέκδοτο. Είναι λεπτό, είναι έξυπνο, είναι ελεύθερο κι ωραίο! |
Φυσικά, όπως θα έχετε καταλάβει ήδη, δεν υπάρχει περίπτωση εδώ να διαβάζετε περιλήψεις κι άλλες τέτοιες αηδίες. Δεν υπάρχει πιο χαζό πράγμα από το να κάνεις περίληψη ενός comic, παρά μόνο άμα θες να το πουλήσεις. Θεωρώ πολύ καλύτερο να μου πει κάποιος αν του άρεσε ή όχι και για ποιους λόγους. Την περίληψη μπορώ να την κάνω και μόνος μου. Για την ιδιαίτερη, προσωπική ματιά όμως του καθενός είναι που έχω και τον καθένα πραγματική ανάγκη. Έτσι κι εδώ, μπορεί να πλατείασα - κατ' εξαίρεση βεβαίως, αφού γενικά είμαι λαγωνικότατος - αλλά ελπίζω στην τελική να κατάφερα να υποδείξω ένα μικρό έστω μέρος του τρόπου, με τον οποίο αντιλαμβάνομαι την εκλεκτή συνεργασία δύο μεγάλων δημιουργών. Και, μάλιστα, για μια περίοδο που ξεπερνά την "Θεραπεία" καθαυτή και αγκαλιάζει την επίτευξη ενός συνόλου έργων τους, εφάμιλλων σε ποιότητα και αξία.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
...I'm a long long way from home... |
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Μπορεί ο Goscinny να είχε στο μυαλό του κάτι σαν αυτόν, ωστόσο, ορθά ο Morris προσέθεσε στον καθηγητή Otto μερικές πινελιές, ωσάν το μάτι του να δανείζεται ποσοστό εκ της των ασθενών του γυαλάδας. |
Μοναδική μου ένσταση, ίσως, οι προτεταμένοι όδοντες. Θα μου πείτε "Είσαι απλώς γεροντοκόρος ή έχεις και κάτι να αντιπροτείνεις"; Το πρώτο μάλλον. |